Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Εκείνη του ανιστορεί όλα ένα προς ένα: των γιδιών τον κισσό, των προβάτων το ούρλιασμα, το πεύκο που άνθισε επάνω στο κεφάλι της, τη λάμψη της γης, το χτύπο που ακούστηκε στη θάλασσα, τους δυο σκοπούς του σουραυλιού, τον πολεμικό και τον ειρηνικό, τη νύχτα την τρομερή, το πώς μουσική της έδειξε το δρόμο, που αυτή δεν τον ήξερε.
Ο Καραϊσκάκης ήταν 'σ το μοναστήρι της Τατάρνας. Μπήκε 'σ την εκκλησιά και προσευχήθηκε· — Τώρα θα σε ιδώ, Μαυρομάτα· αν νικήσωμε, θα σε προσκυνώ για Παναγία, ειδέ . . . Κ' έκοψε το λόγο του, πριν τον τελειώση. Τότε έπιασε τον Αϊβλάση. Άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι, ο Καραϊσκάκης γνώρισε το μπροστινόν, γιατί τον ήξερε από τα Γιάννινα· — Καρτέρα με, Ισλιάμ Μπέντο! του φώναξε.
Μήτε άνθρωπου δούλους δε θα μπορούσε να ιδή κανένας ν' ακούν έτσι στην προσταγή του αφέντη. Κι όλοι οι άλλοι λοιπόν εθαύμαζαν και περισσότερο η Κλεαρίστη· κι ωρκίστηκε πως τα δώρα που έταξε θα του τα δώση, επειδή ήτανε καλός γιδάρης κ' ήξερε και μουσική. Κι αφού γυρίσανε στο εξοχικό εγιωμάτιζαν κ' έστειλαν και στο Δάφνη από όσα έτρωγαν.
Αυτή ήξερε κάτι βασιλιάδες, που δεν μοιάζανε με τους άλλους τους δικούς μας, βασιλιάδες με πλούσια παράξενα ρούχα, που είχαν τα βασίλειά τους σε χώρες μακρυνές και όμορφες. Ήξερε βασιλοπούλες, που ήσαν κλεισμένες σε κρυσταλλένια παλάτια, μάγισσες με χρυσά δακτυλίδια, που παίρνανε τη ζωή του ανθρώπου, σαν τα φορούσε, και άλλες που είχαν πάλι μαγικές βέργες κι' ανάσταιναν τους πεθαμένους.
Σαν το θεριό που μια κι απογευτή ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρή τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θάλασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παντού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερεις μήνες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.
Οι τύποι είναι η τροφή της πίστεως, αναφωνεί ο Newman, σε μιαν από τις μεγάλες εκείνες στιγμές της ειλικρινείας που μας κάνουν να θαυμάσωμε και να γνωρίσωμε τον άνθρωπο. Είχε δίκιο, μολονότι δεν ήξερε τι τρομερό δίκιο που είχε. Τα σύμβολα της πίστεως τα πιστεύει ο κόσμος όχι γιατί είναι λογικά, μα γιατί επαναλαμβάνονται. Μάλιστα, η Μορφή είναι το παν. Είναι το μυστικό της ζωής.
Ναι, πείτε του: άφησε ήσυχη την Γκριζέντα ή παντρέψου την.» «Εγώ πρέπει να του το πω; Και γιατί εγώ ειδικά;», ρώτησε η Νοέμι και αφού η άλλη με τη σειρά της την κάρφωνε με το βλέμμα χωρίς να απαντά, της δημιουργήθηκε μια οδυνηρή εντύπωση: της φάνηκε ότι η γριά ήξερε. Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε με ύφος ψυχρό και απότομο: «Δεν θα του πω τίποτα!
Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.
Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια, με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό. Δεν ήξερε τι να πη.
Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν