Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Μ' αφότου της ήρθ'εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια!. . πού είχε νου πια και δύναμη για κουβέντες Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες.
Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν. — Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά. Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση. — Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία. — Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι; — Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι.
Αλλά, όταν ξαναγύρισε η καλοκαιρία, έστησαν κάτω από τα μεγάλα δέντρα την καλύβα με τα πρασινισμένα φύλλα. Ο Τριστάνος ήξερε από παιδί να κάνη τη φωνή των πουλιών του δάσους. Μπορούσε να κάνη το αηδόνι, το μελισσοφάγο, το φλώρο, κι' όλο το βασίλειο των πουλιών!..
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.
Ο Κωσταντίνος στην αρχή αυτά μήτε τάξερε μήτε τα πρόσεχε. Κι' όταν ύστερ' από τον αφανισμό του Λικινίου κατέβηκε στη Νικομήδεια και τρέξανε γύρω του Αρειανοί και Ορθόδοξοι γυρεύοντας την προστασία του, τα πήρε κατάκαρδα όλ' αυτά, και θύμωσε μάλιστα που χασομερούσε ο κόσμος με τέτοια μικρολογήματα. Δεν τους ήξερε τους Ρωμιούς του ακόμα ο Κωσταντίνος!
Πιάνει ο παπάς και του διαβάζει όλα τα ξόρκια κι όλες τις εφκές να τόνε συνεφέρη. Ναι! του κάκου. Όλα χαμένα! Ουδέ που σειώταν καθόλου. Μα έλα, που ήταν ζεστός; Τι να του κάμουν! τι να του κάμουν! δεν ήξερε κανείς. Πιάνει ο παπάς και τους λέει: — Ήταν αμαρτωλός, βλογημένοι μου, φαίνεται, κ' ήταν ανάξιος, και τον συνεπήραν ταγερικά με το μέρος τους, και τον εσυνεπήραν τα τελώνια τον άμοιρο.
Συνδυάζοντας της πολύ αόριστες συνήθως ενδείξεις των Γάλλων ιστορητών, κατορθώνει κανείς να ιδή τι θα ήταν στους Κέλτες το άγριο αυτό ποίημα, νανουρισμένο ολόκληρο από τη θάλασσα και σκεπασμένο από το δάσος, που ο ήρωας του ημίθεος μάλλον παρά άνθρωπος, παρουσιαζότανε κάτοχος ή μάλιστα εφευρέτης όλων των βαρβάρων τεχνών, εσκότωνε ελάφια και αγριογούρουνα, ετεμάχιζε σοφά το κυνήγι, ήταν παλαιστής και άλτης ασύγκριτος, θαλασσοπόρος τολμηρός, ικανός μέσα σ' όλους να δίνη παλμούς στην άρπα, ήξερε να μιμήται εξαίσια το κελάδημα όλων των πουλιών, και μαζύ μ' αυτά, ήταν φυσικά ανίκητος στης μάχες, δαμαστής θηρίων, προστάτης των πιστών του, αλύπητος στους εχθρούς του, ζώντας μια ζωή σχεδόν υπεράνθρωπη, παντοτινό αντικείμενο θαυμασμού, αφοσιώσεως και φθόνου.
Πλάθει για τον καθένα κάτι περασμένα που δεν τα ήξερε ποτέ και τον εμπνέει λύπες που κρυβόταν πίσω από τα δάκρυά του.
Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν