Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Θαρρούσε, πως το λουτρό ήταν πιο φοβερό από τη θάλασσα. Ενόμιζε πως η ψυχή του έμενε ακόμη κοντά στους κουρσάρους, σαν νέος κι άμαθος που ήτανε και δεν ήξερε ακόμη το κούρσεμα της αγάπης.

Μα η Κερά Ελέγκω δεν ήξερε καμώματα. Ζωή σε λόγου σας!-χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε: Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα ρουχαλάκια σου! Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θεια Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να κυττάξη. Αμή βέβαια! καλά κάνεις!

Ήθελε να μας κάμη στρατιώτες, για να υπηρετήσωμεν, ως έλεγε, μια μέρα την πατρίδα, ως τακτικοί πλέον κιόχι άτακτοι κιασύντακτοι. Αλλ' ο ταλαίπωρος άνθρωπος είχε μόνο την καλή προαίρεση. Τα εφόδιά του ήσαν πολύ λίγα. Ό,τι ήξερε ήτο να βαδίζωμε με το έν δυο και να κάνωμε μεταβολή τρίχρονη με τρία παραγγέλματα: — Πους δεξιός προς αριστερόν! Πους αριστερός προς δεξιόν! Πους δεξιός παρ' αριστερόν!

Είχε κουράγιο να ξημερωθή στο νυχτέρι. Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξύλωνε. Ποτέ δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές. — Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετία. Φανήκανε τα καμπαναριά της. Σε λίγο θα φουντάρωμε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά! Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου.

Και ο Έφις δεν ήξερε τι να πει: να τον παρακαλέσει να συνεχίσει την εξιστόρηση, να τον παρηγορήσει, να κάνει καλά ή κακά σχόλια σ’ αυτά που είπε; Να λοιπόν γιατί ήταν λυπημένος όλη την ημέρα, να πώς έχουν τα πράγματα της ζωής!

Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας. Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή.

Οι γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην κάμαρη τη νεκρική όλο κ' έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θεια 'Ελέγκω νταβραντισμένη κ' έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι: δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε! Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές! «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα κόλλυβα !», είπε η θεια Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το μαυροζούμι της.

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδη, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ, ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν