Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Α! αν ήξερε ότι δεν θα του επέτρεπαν ν' αποδείξη με μονομαχία την αθωότητά του, κομμάτια θα τον έκαναν προτού ανεχτή να τόνε δέσουν έτσι χυδαία. Αλλ' εμπιστευότανε στο Θεό, και ήξερε ότι κανείς δε θα τολμούσε να σηκώση απάνω του σπαθί, μέσα σε κλειστό χώρο. Και βέβαια, με το δίκηο του, είχε την πεποίθησι στο Θεό.

Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπή με άλλα λόγια. Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τάχασε ολότελα. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε μπορούσε να σταθή στα ποδάρια της, ούτε να πάη εκεί που ήθελε. Άλλου ήθελε να πάη, κι' άλλου πήγαινε. Ήθελε να δείξη τη χαρά της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πη τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος της δέθηκε κι' η γλώσσα! Δεν ήξερε τι έκανε.

Την επίστεψε ο Δάφνης κι αφού πλάγιασε χάμου μαζί της, πολλήν ώρα εκείτονταν κ' επειδή από όσα επιθυμούσε τίποτε δεν ήξερε να κάνη, τήνε σηκώνει κ' ύστερα την εσφιχταγκάλιαζε κάνοντας όπως οι τράγοι. Μα σαν εβρέθηκε σε πολύ δυσκολώτερη θέση, εκάθισε κ' έκλαψε, επειδή ήτανε κι από τα κριάρια πιο ανήξερος στου έρωτα τις δουλιές.

Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Περιμέναμε τόση ώρα εδώ, μουρμούριζε ο Ούλοφ. Πού είσαστε; — Διαβάζαμε το βιβλίο του πατέρα, απαντούσε η μαμά. — Δεν μπορούσατε να περιμείνετε να φάμε πρώτα; — Όχι, δεν μπορούσαμε. — Θα είναι αστείο βιβλίο, έλεγε ο Ούλοφ. Μα ο Σβάντε, που δεν ήξερε να συλλαβίση ακόμα, έπαιρνε στην προστασία του το άγνωστο βιβλίο του πατέρα και, όπως πάντα, έμπαινε η μητέρα στη μέση κ' ησύχαζε τα ταραγμένα νερά.

Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα ταστέρια με τόνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τουρανού που αργοδιαβαίνονν τάστρα, έναένα, δυοδυο, πολλάπολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίριαταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους.

Θα μου θύμιζε τον πρώτο μου το Βικέλα, που χτυπούσε τους δασκάλους, που έγραφε στίχους δημοτικούς και δεν ήξερε παρά δημοτική. Δεν είχε ακόμη δασκαλέψει το Σαικσπείρο και φόρτωνε στον πετεινό όλα τα τελικά τα ν . Αφού ξέχασε τα βρακκάδικα και δεν τα θέλει, ελάτε να του κάμουμε άγαλμα εμείς με τα βρακκιά, να τα φορέση.

Ποτέ παιδί δεν είχε βαθήτερα μεγάλα μάτια με τόσο πρώιμα ονειρεμένο βλέμμα και ποτέ παιδί δεν είχε εμπιστευτικότερο, τρυφερότερο χέρι, που να χαδευότανε στο χέρι των μεγάλων, σα να ήξερε πως παντού θα εύρισκε άσυλο, γιατί αυτό το ίδιο δε γνώριζε τίποτες κακό. Ο μικρός Σβεν είταν το είδωλο του μεγάλου αδερφού.

Εστενοχωρήθηκε καρά πολύ όταν είδε τον υπηρέτη του Βερθέρου· αυτός έδωκε το γραμματάκι στον Αλβέρτο, ο οποίος απαθής εστράφηκε στη γυναίκα του και είπε: Δος του τα πιστόλια. «Του εύχομαι καλό ταξείδι», είπε στον υπηρέτη. Αυτό έπεσε πάνω της σαν κεραυνός, κλονίστησε, δεν ήξερε τι της συνέβαινε.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν