Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τούτο είνε θεϊκή κατάρα!... Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!... Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται. — Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος! Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας εσυνήρθε το πλήρωμα.

Εκείνος έπαψε, αλλά ύστερα συνέχισε: «Γιατί με λέτε ανόητο; Επειδή είμαι καλόκαρδος; Επειδή θέλω να γλεντήσω τα νιάτα μου; Κι εσείς τι κάνετε; Ζωή είναι αυτή, η δική σας; Τη ζωή κάνεις εσύ; Δεν αγαπάς ούτε τη γυναίκα σου την άρρωστη. Κι εσείς, θείε Πιέτρο; Τι ζωή είναι η δική σας; Μαζεύετε χρήματα, όπως τα κουκιά πάνω στην ψάθα, για να τα δώσετε έπειτα στα γουρούνια.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!

Αυτά τα είπαμε κάπως περιστατωμένα για χάρη της Ινδικτιώνας , που και σαν έπαψε να δουλεύη για τη φορολογία, απόμεινε όμως μέτρημα επίσημο χρονολογικό από το Μεγάλο Κωσταντίνο ως την Άλωση. Κ' έτσι στα βασιλικά τα διατάγματα είχαμε πρώτη, δεύτερη, τρίτη, ως δεκάτη πέμτη «Ινδικτιώνος». Υπάρχει μάλιστα το σύστημ' αυτό ως τα σήμερα στα εκκλησιαστικά μας. Άρχιζε η Ιδιχτιώνα πρώτη του Σταυρού.

Αν οι Ιστορικοί παραδέχουνταν πως το Βυζαντινό το Κράτος αρχίνησε το δρόμο του μαζί με τον Κωσταντίνο, αγάλι αγάλι παίρνοντας το χρώμα, το χαρακτήρα και τη γλώσσα του τόπου, ώσπου έγινε καθάριο ρωμαίικο, αντίς να σπάνουν τα κεφάλια τους πασκίζοντας να βρούνε σε τίνος Βασιλεία έπαψε να είναι ρωμαϊκό κι αρχίνησε να γίνεται ρωμαίικο, και πιο κοντά στην αλήθεια θα πήγαιναν κι από μεγάλη σύχυση θα μας γλύτωναν.

Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε: — Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο. — &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο. — Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς. Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή. Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη.

Α! ίσως έπειτα από μένα θ' αγαπήστε άλλη γυναίκα, θ' αγαπήστε την Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Δεν ξέρω τι θ' απογίνετε. Όσο για μένα, φίλε, αν μάθαινα το θάνατό σας, δε θα ζούσα ούτε στιγμή έπειτα. Παρακαλώ το Θεό, ή να προφθάσω να σε κάνω καλά ή να πεθάνουμε μαζύ από τον ίδιο θάνατο!». Έτσι θρηνεί η Βασίλισσα, όσο βαστάει η καταιγίδα. Αλλά έπειτα από πέντε μέρες έπαψε το κακό.

Αλλά το τραγικό του πρόσωπο είχε πάρει χρώμα βιολετί και πράσινο, όλο και πιο σκληρό και ακίνητο στο αβέβαιο φως του δειλινού. Και η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ο Έφις ξαναζούσε την πιο τρομερή στιγμή της ζωής του: θυμόταν το γεφύρι, εκεί κάτω, ανάμεσα στον κυματισμό των βούρλων κάτω από το φεγγάρι, κι εκείνος σκυμμένος να αφουγκράζεται την καρδιά του πεθαμένου αφεντικού του….

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν