Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Ως τόσο εξακολούθησε την εργασία του, αλλά και δεν έπαψε να παρακολουθή την άρρωστη και συνάμα να σκέπτεται τήθελε να πάη σαυτό το μέρος. Έπειτα την είδε να σηκωθή από την πέτρα που καθότανε κεμάντευε από μια κίνηση του χεριού της ότι έκλαιε.

Μα όσο επλησίαζαν, η μελωδία αδυνάτιζε, στο τέλος έπαψε, κι' όταν επλεύρισαν, τα χέρια του Τριστάνου είχανε πέσει νεκρά απάνω στης χορδές που έφρισσαν ακόμη. Τον επεριμάζεψαν και γύρισαν ατό λιμάνι για να παραδώσουν τον πληγωμένο στην σπλαχνική κυρία τους που ίσως θα μπορούσε να τον γιατρέψη. Αλλοίμονο!

Πώς θέλεις, του έλεγε ο Αγαθούλης να φάγω ζαμπόνι, όταν έχω σκοτώσει το γυιό του κυρίου βαρώνου και βρίσκομαι καταδικασμένος να μην ξαναϊδώ ποτέ στη ζωή μου την ωραία Κυνεγόνδη; Τι θα μου χρησιμέψη να παρατείνω τις άθλιές μου μέρες, αφού είμαι αναγκασμένος να τις σέρνω μακρυά της όλο τύψεις κι' απελπισία; Και τι θα πη η εφημερίδα του Τρεβού; Μιλώντας έτσι, δεν έπαψε να τρώγει. Ο ήλιος βασίλευε.

Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία! Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας εκάναμε κ' εμείς το ίδιο.

Για τούτο δεν έπαυε να λέη κάθε τόσο στα παιδιά, πως ο πατέρας τους εφάνηκε αχάριστος. Άμα έπαψε να έχη την ανάγκη της, έπαψε και να τη συλλογιέται. Μα τα παιδιά, έλεγε, δεν πρέπει ν' ακολουθήσουν το σφάλμα του πατέρα τους. Αίμα τους είνε η Ελπίδα και το αίμα νερό δε γένεται. Ας το βάλουν καλά στο νου τους. Αν τύχη ν' αγωνισθούν και στο μέλλον για το σκοπό τους, πάλε θα λάβουν την ανάγκη της.

Ψες βράδυ ακούστηκε, σήμερα κίνησαν όλοι και πάνε να το φέρουν. Οι καμπάνες από την αυγή σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τα γιορτινά τους. κλείσανε τα μαγαζιά, έπαψε κάθε δουλειά, κάθε άλλη σκέψη και κάθε κουβέντα. Ήρθαν πάλι στου Θεού τη στράτα οι άνθρωποι. Μόνον ο Τσαϊπάς σκέφτηκε να μείνη αδιάφορος. Πφ!.... θάματα δεν πίστευε αυτός Ήταν φοιτητήςσπουδασμένος άνθρωπος.

Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε.

Ενώ οι πέντε κοιμώντανε, οι άλλοι πέντε ωπλισμένοι, όρθιοι μπροστά στης πόρτες και στα παράθυρα, φύλαγαν άγρυπνοι. Αλλά, κατά τύχη, είχαν όλοι αποκοιμηθή, πέντε στα κρεββάτια, πέντε στης πλάκες. Η Ιζόλδη πέρασε τα ξαπλωμένα σώματά τους, σήκωσε το σίδερο της πόρτας. Έκαμε κρότο ο σύρτης, μα χωρίς να ξυπνήση κανείς από τους φρουρούς. Πέρασε το κατώφλι, κι' ο τραγουδιστής έπαψε.

Εσούφρωσε μόνον τα χείλη, αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κ' έβγαλεν ένα πουφ! περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος ετέντωσε την άλλη του αρίδα, ανακλαδίσθηκε χάσχοντας πιθαμή το στόμα, λέγεις και ήθελε να χάψη τον ήλιον ακέριο και είπε με φωνή σύγκαιρα σαρκαστική και ράθυμη στον ναύκληρο·

Γιατί είχα δυσπιστήσει σ' αυτή, είχα δυσπιστήσει στην αγάπη της, αφού δεν άφινε να τη φέρω από τα θάνατο στη ζωή, για να ζήση μαζί μου. Τώρα έπαψε πια η αντίστασή της. Το αιστανόμουνα κάθε στιγμή που καθόμουνα κοντά της, σε κάθε λόγο που μου μιλούσε. Είτανε σαν η αρρώστεια να τα σάρωσε όλα μέσα της και σα να ξαναγύρισε η Έλσα καθαρισμένη κ' εξαγνισμένη.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν