United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη τη νύχτα μια καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την πέτρα.

Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Τίποτε δεν είταν ωραιότερο από το να βλέπη κανείς πως ο μεγάλος αδερφός, που του άρεσε να κάνη τον άντρα και γι' αυτό δεν ήθελε να δείχνη τα αιστήματά του, έσερνε το μικρό αδερφάκι μέσα στο αμαξάκι, χαιρότανε με το γελαστό προσωπάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα για να δη μην έπεσε ο μικρός. Το μόνο, που μπορούσε να συγκριθή με την εικόνα αυτή, είταν όταν έβλεπε κανείς το Σβάντε να κάνη το ίδιο πράμα.

Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός. Γεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη.

Αυτός ο γιατρός ήτανε ο πιο άσχημος απ' όλους τους άντρες κ' εγώ η πιο δυστυχισμένη απ' όλα τα πλάσματα, αφού έτρωγα ξύλο για έναν άντρα, που δεν τον αγαπούσα. Ξέρετε, κύριε, πόσο είναι επικίνδυνο, για μια ζηλιάρα νάναι γυναίκα γιατρού.

Θύμωσε τότες κι' απαντάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα 55 «Θάταν κι' αφτό απ' τα λόγια σου που συνηθάς, καλέ μου, αν δα Αχιλέα κι' Έχτορα τιμήστε έτσι ίσα κι' ίσα. Μά 'ταν θνητός ο Έχτορας, βυζί γυναίκας πήρε, μα ο Αχιλέας θέαινας παιδί, που εγώ που βλέπεις με χάδια την ανάθρεψα και στον Πηλιά γυναίκα 60 την έδωκα, άντρα απ' τους θεούς περίσσα αγαπημένο.

Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου; 440 Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας, θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο; Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε. Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.

Είπε, κι' ατός του κάθησε στης Πέργαμος την άκρη. 460 Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας, και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου «Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας; 465 Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες; Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα, το γιο του μεγαλόψυχου Αχίση, τον Αινεία.

Επήρα τα δυο σβάντζικα, αν και λίγα μου έπεφταν για το ταξείδι που ήθελα να κάμω, άφησα το ταψί μου, κ' είπα κ' ευχαριστώ. Εκινήσαμε με τον άντρα μου, παραμονή της Αναλύψεως, βράδυ-βράδυ. Στο δρόμο ηύραμ' έναν καρροτσέρη, κουμπάρο μιανής συγγένισσάς μου. Τον επερικάλεσα κ' επήρε το Λευθέρη στο κάρρο του, τον πλειότερο δρόμο. Εγώ επήγα με τα πόδια. Ενύχτωνε όταν φτάσαμε στην Καισαριανή.

Νά κ’ εμένα που με βλέπεις τόση κι άλλη τόση, τα ίδια δεν τράβηξα το πρώτο χρόνο της παντρειάς μου ; θα πης πως δεν έκανα παιδιά! Ξορκισμένα νάναι ! Άμα έχης τον άντρα σου, τι άλλο θέλεις ; για μπελά μόνο; . . . Κ’ εσύ, Λιόλια, το νου σου ! να κυττάς τη Βεργινία που την είχα σαν παιδί μου- προσεχτική και πρόθυμη σαν κορίτσι του σπιτιού.