United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δέφτερος κινάει ο γιος τ' Ατρέα με το κοντάρι, κι' έκανε παράκληση στο Δία 350 «Αφέντη Δία, αχ βόηθα με τον άντρα να ξοφλήσω π' άρχισε πρώτος τ' άδικο, το θεϊκόνε Πάρη, και σκότωσ' τον τον άπιστο με το δικό μου χέρι, έτσι να μην κοτάει κανείς κι' απ' τους στερνούς αθρώπους να βλάφτει το φιλόξενο που δείχνει καλοσύνη

Αισιόδοξη, πιστεύει προς στιγμή πως θα μπορούσε να τα βολέψη με τη μητέρα Μεμιδώφ και να γιομίση με την αρμονία της το σπίτι του άντρα της· και δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να ξαπολύση ίσα καταπάνου της όλες τις δύναμες της ξιπασμένης και πανούργας φαμελιάς.

Έκαμε ταχέως δύο σταυρούς και απεμακρύνθη. Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφος, μονότονος, ανήρχετο από τα θεμέλια των βράχων, από τα θαλάσσια άντρα.

Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη «Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι, πιάπες μουτόσες συφορές να πέρασε και λύπες, 430 τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας; Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράιδες μ' άντρα θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια, κιάς φώναξα κιας τσίριξα.

Μον έλα λογαριάστε τα, θεοί, κι' ας δούμε τώρα, τι λέτε, :κάλια να σωθεί, ή θέτε ο Αχιλέας 175 ναν τον σκοτώσει, τέτιονε θεοφοβούμενο άντραΤότες τ' απάντησε η θεά, η Αθηνά η Παλλάδα «Πατέρα μαβροσύγνεφε, τι λες, αστραποβγάλτη; Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της Μοίρας, θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο; 180 Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε

Να τιμάη τον άντρα, ν' ανασταίνη τα παιδιά, να φέγγη λαμπάδα στο νοικοκυριό της. Γράμματα ούτε γρυ. Είχε όμως ακουστά πως εκείνα φτιάνουνε τον άνθρωπο. Μάλιστα για τα σερνικά είναι απαραίτητα. Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητο. Την έμαθε και την πίστευε σα θρησκευτική εντολή τη δασκαλική παροιμία. Μα και στα λόγια του Δημητράκη της δεν ημπορούσε να μένη αδιάφορη.

Νίκη τρανή τότε έδωκε των Πυλιωτώνε ο Δίας, τι ως τόσο ομπρός τούς είχαμε μέσα απ' το πυκνοκάμπι, άντρες βαρώντας κι' άρματα μαζώνοντας πανώρια, 755 ως που το πολυκρίθαρο πάτησαν τ' άλογά μας Βουπράσι, και της Ωλενιάς το βράχο, και τ' Αλείση που λεν τη ράχη· όθε η θεά μας γύρισε πια πίσω. Εκεί στερνό άντρα σκότωσα κι' αφήκα το κυνήγι.

Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της.