United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι 170 ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα.

Μακάρι να ζήσουν ευτυχισμένοι! Τώρα τους αγαπούσε και τους δυο, τη γυναίκα επειδή με την αγάπη της αποτελούσε ένα κομμάτι του άντρα. Μακάρι να ζήσουν ευτυχισμένοι μες στη φτώχια και στην αγάπη τους, στο ταξίδι τους προς τη γη της επαγγελίας.

Τον Πυλομένη τότε οι διο, άντρα άξιο σαν τον Άρη και πρώτο των λιοντόκαρδων σκοτώνουν Παφλαγόνων. Αφτόν εκεί που στέκουνταν, του ρήχνει το κοντάρι ο ξακουσμένος σκοπεφτής Μενέλας, και τον βρίσκει απάς στην κλείδωση.

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου. Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είνε καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρη. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς.

Μα, κύριε, βάλτε το χέρι στην καρδιά σας: είστε άρρωστος; ΑΡΓΓΑΝ Πώς, αχρεία; αν είμαι άρρωστος, λέει; αν είμαι άρρωστος, αδιάντροπη; Ναι, είστε πολύ άρρωστος, σύμφωνοι· και πειο άρρωστος μάλιστα από όσο νομίζετε. Τελείωσε το ζήτημα. Μα η κόρη σας πρόκειται να πάρη έναν άντρα για τον εαυτό της· και μια φορά που δεν είνε κι' αυτή άρρωστη, δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη να της δώσετε ένα γιατρό.

Είπε, κι' αποθυμιά γλυκιά μες στην ψυχή της χύνει τον πρώτο για τον άντρα της, τη Σπάρτη, τους γονιούς της. 140 Και ρήχνει απάνου βιαστικά την κάτασπρή της μπόλια, κι' απ' το γιατάκι ξεκινάει στα δάκρια βουτημένη, όχι μονάχη, πάγαιναν μαζί διο παρακόρες, η Αίθρα η κόρη του Πιθιά, κι' η καστανιά Κλυμένη. Κι' απέ σε λίγο σώσανε κοντά στο Ζερβοπόρτι. 145

Τη στιγμήν αυτή η καρδιά μου ανοίγει Και μαλακόνει σα κηρί, που είταν σκληρή σαν πέτρα, Και γι’ άντρα μου σε δέχομαι και για γλυκό μου ταίρι. Φιλιούνται κι’ αγκαλιάζονται τα δυο τ’ αγαπημένα Και δε χορταίνουν φίλημα κι’ αγάπη δε χορταίνουν.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Ο Γνάθωνας όμως ήταν ικανός να τον αναγκάση με τη βία, βάνοντας χέρι επάνω του· μα ο Δάφνης άνθρωπο μεθυσμένο και μόλις στεκάμενο στα πόδια του, αφού τον έσπρωξε, τον έρριξε χάμω στη γις, και φεύγοντας γλήγορα σαν σκυλάκι, τον άφισε πεσμένο κάτω κ' έχοντας ανάγκη άντρα, όχι παιδιού για να τον τραβήξη από το χέρι.