United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνοιξε το στόμα της. — Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλοιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κ' εγώ σπίτι μου...

Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή. Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς. Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν.

Έτρεξα ευθύς και εγέμισα το φακκιόλι μου νερόν και της το έφερα· και αφού έπιεν άνοιξε τους οφθαλμούς της και κυττάζοντάς με μου είπε· Μουσουλμάνε, βλέπω που ο Προφήτης σε εξαπέστειλε διά να με συντρέξης· πάσχισε σε παρακαλώ το λοιπόν διά να σταματήση το αίμα από τες πληγές μου.

Αλάλαξαν τόρα από χαρά στο σπίτι της κάτω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη απάνω στο χαγιάτη. Χείμαρος φωτεινός εξεχύθηκε κάτω ορμητικά. Έλουσε, επερίχυσε ταμέτρητο όξω παιδολάσι, που με τόση υπομονή ακαρτερούσε τη θριαμβική παράτα της. — Νάτη τόρα' νάτη!... — Νάτη! νάτη!... — Άνοιξ' η πόρτα!... — Βγαίνει πια!... — Βγαίνει τόρα! Βγαίνει!... Εχάρηκαν τόρα κ' έσκουξαν κ' εσφύριξαν.

Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, 220 να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.

Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα. Ο Έφις άνοιξε πάλι.

Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά

Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε! εφώναξε προς τους μαθητάς. — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν. Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν. Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·Άνοιξε τα μάτια του;

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.