Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαντο δώμ' αραδιασμένοι• την έφερετην τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335

Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. Να κάμης τι; — Διψώ. Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου; — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του.

Πώς θα πλήρωναν; Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, ότι τα πόδια του ήταν πρησμένα, βαριά από το αίμα που κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας άδεια την καρδιά και το κεφάλι του και τα χέρια του άπραγα. Πώς θα πλήρωναν;

ΓΛΟΣΤ. Δεν ημπορώ να το ιδώ, κι' αν ήτον ένας ήλιος το κάθε γράμμα. ΕΔΓΑΡ Αν κανείς μου το εδιηγείτο δεν θα το 'πίστευα ποτέ. Το βλέπω, κ' η καρδιά μου ραγίζει απ' την λύπην της. ΛΗΡ Ανάγνωσέ το, λέγω. ΓΛΟΣΤ. Με τ' άδεια μου τα βλέφαρα; ΛΗΡ Ω, ω! Λοιπόν είμεθα ίσα κ' ίσα! Χωρίς 'μάτιατο κεφάλι και χωρίς χρήματατο πουγγί! Σου εβάρυναν τα 'μάτια και σου ελάφρωσε το πουγγί!

Του έδωσε την άδεια να γυρίση πίσω στο παλάτι, και όπως άλλοτε, ο Τριστάνος κοιμάται στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπητικούς. Όποτε θέλει, μπορεί να μπαίνη και να βγαίνη. Ο Βασιληάς δεν έχει πεια καμμιά ανησυχία. Αλλά ποιος λοιπόν μπορεί πολύν καιρό να κρατήση μυστικούς τους έρωτές του; Αλλοίμονο, ο έρωτας δεν κρύβεται.

Η άδεια, εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας ευρίσκοντο εν μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . . παραδόξως ουδένα κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς υποδεχθέντες αυτούς είχον άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους τρόπους υπερβαλλόντως κοσμίους. — Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.

Καταλαβαίνετε: έξω ήταν η γιαγιά που έσπρωχνε την πόρτα και την εμπόδιζε να φύγει. Τότε, μια φορά, πήγα εγώ στο Νούορο. Βρήκα το γαμπρό μου σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με την κόλαση: στο Μύλο. Του τα είπα όλα. Τότε εκείνος ζήτησε τρεις μέρες άδεια και ήρθε μαζί μου. Νοίκιασε ένα άλογο, επειδή κοστίζει λιγότερο από το αμάξι, και μ’ έβαλε στα καπούλια.

Μια ελαφρότης σοβαρά, — σπουδαία ματαιότης, — και χάος ασχημόπλαστον μορφαίς καλαίς γεμάτον, — και ο καπνός ολόλαμπρος, — και το πτερόν μολύβι, — 'σαν πάγος κρύα η φωτιά, — κι’ αρρώστια η υγεία, — και ύπνος ολοάγρυπνος, που είναι και δεν είναι... Ιδού τι έχωτην καρδιάν, κ' είν' η καρδιά μου άδεια! Δεν με γελάς; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν σε γελώ, εξάδελφέ μου· κλαίω. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή καρδιά! Και κλαίεις τι;

Και δε βγάλαμε ούτε λέξι απ' το στόμα μας γι' αυτό που συνέβη. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Γι' αυτό κ' εγώ, δεν έρχομαι εδώ ως Κλεάνθης και με το πρόσχημα του εραστού της· αλλά ως φίλος του δασκάλου της της μουσικής από τον οποίον επήρα την άδεια να πω πως με στέλνει στη θέσι του. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να ο πατέρας της. Βγήτε μια στιγμή και αφήστε με να του 'πω πως τον ζητάτε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κύριε, κάποιος . . .

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν