United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν μου το έλεγε αυτό η γυναίκα μου στα πρώτα χρόνια της νιότης μας θα είμουνα έτοιμος να συζητήσω και να χτυπήσω με όλα τα μέσα μια τέτοια πίστη, που η νηφάλια τάση της εποχής με είχε μάθει να την αντικρύζω σχεδόν με περιφρόνηση. Τα χρόνια, που με κάνανε γεροντότερο, δε μου δώσανε βέβαια την πίστη, όμως μου πήρανε την όρεξη να θέλω να προσηλυτίσω άλλους, ούτε και τη γυναίκα μου την ίδια.

Δεν θα είναι καλλίτερα να πάω να χτύπησω την πόρτα, να τους πουλήσω πάλι δούλεψι με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφθώ κάτω στο Κακόρρεμμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης; . . . » Βεβαίως η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου κάτι θα είχεν ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακας ή από τρίτους, αλλά τι μ' αυτό;

Α! γιατί καλλίτερα να μην ανοίξω τότε της πληγές του λαβωμένου τραγουδιστή; Γιατί να μην αφήσω να πεθάνη το φονηά του θεριού μέσα στα χόρτα του βάλτου; Γιατί να μην τον χτυπήσω, όταν ήτανε κατάκοιτος στο λουτρό, με το ξίφος που τώχα κι' όλα σηκώσει; Αλλοίμονο! δεν ήξερα τότε αυτό που ξέρω σήμερα! — Ιζόλδη, τι ξέρετε λοιπόν σήμερα; τι είναι αυτό που σας βασανίζει;

Μα κι' αν απ' αυτούς κανείς πανδρευθή, μα ή και φίλος ή δικός του συγγενής, θα του βρέχουμ' όλη νύχτα, που μπορεί να προτιμήση και την Αίγυπτον ακόμα, παρά την κακή την κρίσι. Μα δεν πρέπει και ν' αργήσω στο σχολείο να περάσω και την θύρα να χτυπήσω. — Παιδί!... παιδί!... μωρέ παιδί!... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τον Στρεψιάδη χαιρετώ! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κ' εγώ το ίδιο. Πρώτον μεν, να πάρης το σακκί αυτό.

Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί. — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω, κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω.

Θάτανε μεγάλη αμαρτία να τους χτυπήσω. Κι' αν ξυπνούσα τον Τριστάνο κ' ένας από τους δυο μας έμενε στον τόπο, πολύν καιρό θα μιλούσαν στη χώρα γι' αυτή την ντροπή, Αλλά θα κάμω έτσι ώστε, ξυπνώντας, να καταλάβουν, ότι τους έπιασα κοιμισμένους, ότι δε θέλησα το θάνατό τους, και ότι ο Θεός τους λυπήθηκε». Ο ήλιος, περνώντας από της χαραματιές, έκαιγε το πρόσωπο της Ιζόλδης.

Και την τραβώ και της σφίγγω τα μπράτσα που τα ξεσκίζω με τα νύχια μου· την πετώ απάνω στο κρεββάτι, την πιάνω από το λαιμό. Να τη χτυπήσω, να την μπατσίσω, να τη στραγγουλίσω. Κάτι να της κάμω! — Το γράμμα! το γράμμα! Ποιανού είναι το γράμμα; Και να πάλε που με μιλεί. Να που ακούω πάλε τη φωνή της·Καρλή μου, Καρλή, μια στιγμή μόνο. Ό τι θέλεις, να με κάμης. Μα πρώτα να σου πω.

Δεν μ' εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία; — Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά.

Τους Δεσποτάδες του Φαναριού, αν δεν μπορέσω να τους φέρω στα νερά μου, θα τους χτυπήσω κι αυτούς, γιατί είναι πάντα έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον Τούρκο. Το ίδιο θα γίνει και με τους κοτζαμπασήδες .. Τώρα κάνω κ' ένα άλλο. Πατριώτης, είπα, δεν είμαι. Ως τόσο τον πατριωτισμό, όπου υπάρχει γύρω μου, θα τον εκμεταλλευτώ σ υ ν ε ι δ η τ ά.

Έτσι μάλιστα θάχα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδη οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα. Η επόμενη μέρα μούφερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θάρριξα δέκα πέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες.