United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την έδιωξ' από το σπίτι πριν ξεσπάση και μας ξετινάξη καπνούς και φλόγες αυτό το βουνό. Εμείς τώρα πρέπει να μείνουμε στη μάννα κοντά. Πήγα και της είπα πως για παρηγοριά της θα μείνουμε. Κράλης. Αδερφέ μου, ό,τι σου λέει η μεγάλη σου γνώση. Κωστ. Γλήγορα θα μ' έχης στο καλορρίζικό σου, και τότεςπρώτα ο Θεόςταποσώνουμε το ξεφάντωμα. Να ο Κεριάκος με τάλογα όξω. Κατεβαίνουν κ' οι γυναίκες.

ΛΗΡ Ωραία μου αρχόντισσα, μου λέγεις τ' όνομά σου : ΓΟΝΕΡ. Κ' η απορία σου αυτή ταιριάζει μ' όλα τάλλα. Παρακαλώ, τους λόγους μου καλά εννόησέ τους. Αν είσαι γέρος σεβαστός, και γνωστικός να είσαι. Εδώ μας έχεις εκατόν ιππότας, ένα κ' ένα, δοσμένουςτο ξεφάντωμα κι' αυθάδεις και ατάκτους τόσον, 'που έκαμαν εδώ 'σάν χάνι την αυλήν μας!

Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέση και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

Βαριόμησαν εκεί οι Θεοί στου Δία το παλάτι, 570 κι' άρχισε πρώτα ο Ήφαιστος, ο ξακουστός τεχνίτης, ναν τους μιλάει, και πάσκιζε τη μάννα να βοηθήσει «Α πια θα γίνει μισερή κι' ασήκωτη η ζωή μας, αν έτσι οι διο σας σκούζετε εδώ σαν καρακάξες και πιάνεστε για τους θνητούς! Και το ξεφάντωμά μας 575 γλύκα δε θάχει πια καμιά, τι πήρε η φαγομάρα.

Μα ο νους μας σε ξεφάντωμα και σε χαρές δεν είναι, Μον βλέποντας βαρύ κακό φοβούμαστε, αρχηγέ μου, και τρέμουμε· τι είναι άγνωστο: θα μας σωθούν τα πλοία, 230 ή θα χαθούνε, εξόν εσύ κοντάρι αν ξαναπιάσεις.

Και ζηλεφτά θα λάβει κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια, όλοι από προβατίνα μια με τ' άσπρο της μαννάρι 215 θάν του χαρίσουνσαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμακαι πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναιΈτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη.

Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω! Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου.

Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.