Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Αίφνης ηκούσθη κρότος μετάλλου προς μέταλλον. Επήδησα εντός του λάκκου και ήρχισα ν' απωθώ με τας χείρας το χώμα. Η αξίνη του κηπουρού έσχισε τον σάκκον. Τον ανύψωσα μετά προσοχής και τον απέθεσα παρά την ρίζαν του δένδρου. Υπ' αυτόν ήτο ο έτερος σάκκος. Τον έθεσα πλησίον του πρώτου και εγεμίσαμεν πάλιν με το χώμα τον λάκκον. ― Τώρα ; ηρώτησεν ο γέρων.

Εφαίνετο μάλλον ως μαυρισμένη εκ προσφάτου εμπρησμού πεδιάς, πεδιάς αμμώδης όπου εκάησαν τα χόρτα κ' εμαύρισεν η κόνις, χωρίς να μείνη στάκτη εκ καέντων δένδρων, ή ότι ραγδαίος υετός είχε μαυρίσει την τέφραν και είχεν αφομοιώσει το χώμα με τα ίχνη του εμπρησμού.

Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά. Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. Συνέσ.

Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα.

Ενώ εζούσε το ελησμόνησαν, και τώρα το έκλαιαν και το εστόλιζαν. Το δε χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον το έρριψαν εις τον δρόμον. Κανείς δεν εσυλλογίσθη το ταπεινόν άνθος, το οποίον είχε τόσον λυπηθή την κίχλαν και ήθελε τόσον να την παρηγορήση. Φρικτόν πράγμα! είπε μία όρνιθα. Δεν ημπορώ να ησυχάσω. Πρέπει να εξυπνήσω τας άλλας όρνιθας. Καλέ, ηκούσατε τι έγεινεν εις ένα ορνιθώνα;

Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, Βράχους απάτητους, νεροσυρμαίς, Εξημερώθηκε μεςτα Παλάτια, Εψυγομάχησε χίλιαις φοραίς. Το μνήμα επρόσμενε ...Λιγάκι ακόμα Να φτάση τώλειπε... πετιέται ορθός. Πηδά, ανδρειεύεται... το έρμο χώμα Σφίγγειτα δόντια του, πέφτει νεκρός. Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι Κι' ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά.

Εδώ, σε τούτο το πράσινο χώμα, ελάτε, φρόνιμες νύμφες, και βοηθήσετε να γιορτασθή ο δεσμός μιας αληθινής αγάπης. Μην αργήτε. Μπαίνουν κάμποσες Νύμφες. Εσείς, ηλιοκαϋμένοι θεριστάδες, κουρασμένοι από του Αυγούστου τους κόπους, αφήστε τους αγρούς, ελάτε δω, και χαρήτε· κάμετε σχόλη σήμερα· βάλτε τα ψάθινα σκιάδια σας, και καθένας με καθεμία από τούτες τες δροσερές νύμφες χορεύτε ως συνηθάτε.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν