Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους 'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».
Και ενταύθα ο Ιησούς, σύμφωνα με εκείνην την γραφικήν και κατανύσσουσαν έκφρασιν του δευτέρου Ευαγγελιστού, «ην μετά των θηρίων». Δεν τον επείραζον ταύτα. «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα». Ούτω είχε λαλήσει άλλοτε η φωνή της παλαιάς επαγγελίας· και εν τω Χριστώ όπως εις πολλά εκ των τέκνων του, η προφητεία εξεπληρώθη.
Τόσον μόνον μάθε, ότι ευθύς ως εγεννήθη, έδωκαν περί αυτής χρησμόν &οι θεοί&..... Ενταύθα του λόγου είχε φθάσει η αδελφή Σιξτίνα και αίφνης ηκούσθη έξωθεν της θύρας του υπερώου φωνή καλούσα αυτήν ονομαστί· — Σιξτίνα! Σιξτίνα! Η μοναχή διέκοψεν αποτόμως την σειράν της διηγήσεώς της και ηγέρθη. — Ποίος να είνε; είπεν έμφοβος. Η νέα κόρη επτοήθη και αυτή, και συνεστάλη άκουσα παρά την γωνίαν της.
Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελλή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούση, και ποιος να τη νοιαστή! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της. — Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή; — Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα. Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κ' η Φωτεινή.
Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος φωνή του τυφλού· — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια.
Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο. Η φωνή έλεγεν.
Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150 τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους• «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του, είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».
Οι σκαφτιάδες έγιναν για μιας κίτρινοι σαν το θειαφοκέρι. Τη φωνή της μάννας τους ν' άκουγαν από το μνήμα δε θα χλώμιεναν έτσι. Άφηκαν τη δουλειά τους και τριγύρισαν όλοι το λάκκο με την ψυχή στα μάτια. Ένα βαθύ και πολυάκρυβο μυστικό τους έδενε. Ο Κουτρουμπής πρώτος κ' έπειτα ο Μπαλαούρος κατέβηκαν φυλαχτά μέσα κι άρχισαν να πετούν με τις χούφτες τα χώματα.
»Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια, Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.»
Η φωνή του Κρίσπου, πάντοτε φοβερωτέρα, αντήχει εις όλον το αμφιθέατρον: — Ουαί σοι, δολοφόνε της μητρός και του αδελφού σου! Ουαί σοι, Αντίχριστε! Η άβυσσος ανοίγεται υπό τους πόδας σου! Ο θάνατος τείνει προς σε τους βραχίονάς του διά να σε αρπάση, και ο τάφος σε παραμονεύει! Ουαί σοι, πτώμα ζων, διότι θα αποθάνης με τον τρόμον και θα τιμωρηθής εις τον αιώνα . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν