Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Αλλά συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, — και εδώ η φωνή του προσέλαβε τον τόνον πραγματικής οικειότητοςσυγγνώμην διά το ανευλαβές αυτό γέλοιο μου. Το γεγονός είναι, ότι εφαίνεσθε ολίγον σαν σαστισμένος!

Τι τύχη, αλήθεια, που την είχαν! Κάποτες ο μικροπολίτης δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος τι έγραφε. Δεν είναι τύχη κι αφτό; Οι μικροπολίτες είχαν ψιλή, ψιλούτσικη φωνή. Έλεγες και τραγουδούσαν. Είταν όλοι τους τενόροι. Δεν ξέρω τι είχαν πάθει οι μικροπολίτες. Δεν άκουγες όμως για κανένα μικροπολίτη, νάκαμε ποτέ του παιδί. Έτσι ζούσαν οι μικροπολίτες, έτσι ζούσαν και βασίλεβαν αναμεταξύ τους.

Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον έν χάος πλωτόν. Δεν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε ωρολόγι εσήμαινεν. Εφαντάζετό τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης περί τα μεσάνυκτα ηκούσθη μεγάλη, εξωτική κραυγή: — Πι,πι,πι! πι,πι! πι,πι! Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος.

Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή. Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου.

Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε.

Η αγανάκτησίς των δεν είχε πλέον όρια· εκόχλαζε προ τόσου καιρού, ο φανατισμός των ώστε η μικρά αυτή αφορμή ήτο ικανή να τους κάμη να τον κατασπαράξουν, πιστεύοντες εν ακραδάντω πεποιθήσει ότι ούτω θα ευηρέστουν τον Θεόν. Ο Δημήτρης έβλεπεν ήδη φανερά ότι δεν ήτο δυνατόν να συζήση εις το εξής μετά των συγχωρικών του. Φωνή λαού, οργή Θεού! Δεν τον ήθελε πλέον κανείς εις το χωρίον.

Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Αλλά, καθώς οι παράξενοι αυτοί εμπόροι όλη την ημέρα έτρεχαν στα ευγενικά παιχνίδια, στο ζατρίκι, και στο τάβλι, και ξέρανε καλλίτερα να ρίχνουν τους κύβους παρά να μετράνε το σιτάρι, ο Τριστάνος φοβώτανε μη τους ανακαλύψουν, και δεν ήξερε πώς να κάνη. Λοιπόν, ένα πρωί, κατά τα ξημερώματα, άκουσε μια φωνή τόσο τρομερή που θάλεγε κανείς ότι ήταν η κραυγή κάποιου δαίμονα.

Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν: — Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα! Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν να φοβώνται πλέον. — Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών. — Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.

Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο. Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα. Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω: — Κώστα! Βασίλη! ... Τάραρη!... Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου.

Λέξη Της Ημέρας

χαίνω

Άλλοι Ψάχνουν