Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Μας φωνάζει, μα εμείς δεν τον δεχόμαστε. Χαιρόμαστε όταν ακούμε τη φωνή του τη γεμάτη αγωνία κι ο Βιργίλιος μας επαινεί για την πίκρα του σαρκασμού μας. Πατούμε 'πάνω στο κρύο κρύσταλλο του Κωκυτού, όπου μέσα οι προδόται ξυλιασμένοι κολλάνε σαν τάχυρα 'πάνω στο γυαλί. Το πόδι μας σκοντάφτει στο κεφάλι του Bocca.

Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή, η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει. Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν. — Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά.

Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα: «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται... Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του. — Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε.

Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας: — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα... — Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης: Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του.

Και ευλόγως δεν έχουσιν, αφού ο ήχος είναι κίνησις αέρος. Οι δε ιχθύες, οίτινες λέγεται ότι έχουσι φωνήν, ως οι εν τω Αχελώω, παράγουσιν ήχον διά των βραγχίων ή άλλου τοιούτου οργάνου. Η φωνή λοιπόν είναι ήχος ζώου και δεν παράγεται διά του τυχόντος μέρους.

Η «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήση πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θανοίξη, να κοπή σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογγούσε σα θεριό λαβωμένο. — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Παλληκάρι σαν πάντα... Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβυσμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του.

Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον &Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των.

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.

Η φωνή που μου ανιστόρησε κ' εμένα, στον ήσκιο της καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την ιστορία της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια, ήτανε γλυκειά, μακρυνή και σβυσμένη. Ένας μεγάλος Ρήγας της Ανατολής απόκτησ' ένα μονάκριβο παιδί. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο Ρήγας το βασιλόπουλο. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο λαός του. Ο Ρήγας κινδύνευε να πεθάνη άκληρος.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν