Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη, εις το κορμί, καιτην φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας. άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· 505 «Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα οπούτην μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν, αισχύνην να μη φέρης συτο γένος των πατέρων, οπούτης γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο».

Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια.

Κι η γριά, που δεν είχε ανοίξη ακόμα το στόμα της, ακολουθώντας πίσω το γέρο της, με τη φωνή πνιγμένη απ' το λαχάνισμα, μουρμούρισε: — Βρισκόμαστε, που λες, για να μη.. για να μη τον φαν' οι λύκοι σαν τύχη και ξεπέση κανένας χριστιανός από δω......,

Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια: — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες, Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια, Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο. Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη, Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης, Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.

Φούσκωσα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου άλλ’ από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάφτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο.

Του θεσπεσίου γέροντος Ιερά κεφαλή· Φωνή ευτυχής 'που ευφήμησας Της κλεινής Αχαΐας Τ' άριστα τέκνα. Εσύ θαυμάσιε Όμηρε Εξένισας τας Μούσας· Και του Διός η κόραι Εις τα χείλη σου απέθηκαν Το πρώτον μέλι. Εις τιμήν των θεών Εφύτευσας την δάφνην· Είδον πολλοί αιώνες Το φυτόν ευθαλές Υπερακμάζον. Μέσα εις το θείον στέλεχος Τι δεν εθησαυρίσατε Τα σίμβλα αιωνίως; Τι ω αώνιαι μέλισσαι Το παραιτείτε;

Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση. 610 Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μον ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό 615 Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται·

Απεκρίθη ο ψαράς· το πράγμα μου φαίνεται απίστευτον, πώς ήτον δυνατόν ένα τόσον μικρόν αγγείον που δεν χωρεί ούτε το ποδάρι σου, να χωρέση όλον σου το σώμα; Τότε το Τελώνιον, διά να τον βεβαιώση, διαλύεται εις ένα σύγνεφον, και ύστερα εις καπνόν, και έπειτα ολίγον κατ' ολίγον όλος εκείνος ο καπνός εμβήκεν μέσα εις το αγγείον χωρίς απομείνη τελείως έξω· και ευθύς βγήκε μία φωνή λέγουσα.

Τη στιγμή που ήμουν πλούσιος κι' έβλεπα, ένα πολύ ευχάριστον όνειρον και ήμουν σε μεγάλη ευτυχία, μ' εξύπνησες με μια τρομερά φωνή.

Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου. Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν