Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου.

Οι κρόταφοί τους είχαν πλησιάσει, σαν να άκουγαν μια υπόγεια φωνή. « Είναι αλήθεια!

Αλλ' οι συγκλητικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αυγουστιανοί είχον ταπεινώσει την κεφαλήν και ήκουον εν αφώνω εκστάσει. Επί πολύ έψαλε και η φωνή του ολίγον κατ' ολίγον επληρώθη πικρίας.

Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ... Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου: «Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός.

Το «άκριτο νερό», παρμένο την Τρίτη τη νύχτα κάτω από τη φτερωτή του μύλου, χωρίς εκείνος που τα πάρη να μιλήση ή απλώς να βγάλη φωνή, είναι από τα κυριώτερα συστατικά της μαγείας. Από τες ημέρες της εβδομάδας η Τρίτη είναι για τα μάγια κατάλληλη και το Σάββατο για τ’ αντιμαγικά. Κάθε μάγισσα ή μάγος δε ζητάει όλα τα μαγικά είδη, που αναφέρομε σ’ αυτό τα μέρος του ποιήματος.

Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο.

Ηκροάσθη μετά προσοχής. Τω όντι δεν ηπατάτο. Η φωνή ήτο γνωστή εις την ακοήν της. Ηδύνατο να μη την είχεν ακούσει από πολλών ετών, αλλ' όμως δεν την είχε λησμονήσει. Η φωνή αύτη ενεποίησε βόμβον και ζάλην εις την κεφαλήν της. Τη ενθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερόν συμβάν της βρεφικής ηλικίας της. Και οποία τρομερά, αλλά και εναργής ανάμνησις!

— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβης! Πήγαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν είσουν εσύ γεννημένος για ξενιτειές· μήτε για τουφέκι δεν είσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνέ μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι.

Σπάζομε τα ξεραΐδια από το δέντρο πούναι στο άλσος των Αρπυιών και κάθε μουχρό φαρμακερό κλωνί ματώνει με κόκκινο αίμα μπροστά μας και βγάζει δυνατή πικρή φωνή. Από μια κεράτινη σάλπιγγα μας μιλεί ο Οδυσσεύς κι όταν από τον φλόγινο τάφο του σηκώνεται ο μεγάλος Ghibelline, η περηφάνεια που θριαμβεύει απάνω από τα βάσανα εκείνου του κρεββατιού γίνεται για μια στιγμή δική μας.

— Ε! απ' το Κάστρο! ε! πορτάρη! Ουδεμία φωνή απήντησεν. Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του· — Ε! πορτάρη! ε! απ' την Ταράτσα! ε! απ' το Κιόσι!

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν