Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
— Όρε, Ταχίρ Γιάτση! αυτού ήσαι ορέ;. . . εφώναξεν αίφνης, καταφθάσας ο Ζάχος. — Εδώ — για! απήντησε βροντώδης φωνή από του εχθρικού προχώματος. — Έβγα, ορέ, να πολεμήσουμε οι δυο· τα παλληκάρια δεν κρύβουνται 'στο μετερίζι. — Και ποιος ήσαι συ, μωρέ; — Είμ' ο Σπαθόγιαννος!. . Hκούσθη βόγγος, βόγγος βαρύς ωσεί λέοντος ενοχλουμένου εν τη ραθυμία του, από του εχθρικού προχώματος.
Φύγε άνε μαγαπάς, μην έρθ' ο Στρατής ... — Δεν είν' ο Στρατής και μη φοβάσαι, είπεν ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εκ νέου υπέρ τον φράκτην. Μα δε σου λέω; Έλα να φύγωμε κετσά γλυτώνομε κιαπού το Στρατή. Ακούς; Φωνή εφήβου άδοντος έλεγεν: Ανάθεμα που βρη καιρό κι' άλλο καιρό ανημένει, Γιατί, ο καιρός τα πράμματα ανάποδα τα φέρνει.
Επί μακρόν επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς: «Quo vadis Domine? . . .» —
Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό. — Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με θλίψη. — Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.
Ο λοστρόμος τράβηξε, σαλτάροντας άθελα από το μπότζι, κατά την πλώρη. Οι ναύτες τρέξανε στους στίγκους, άλλοι στα μαντάρια και στα μπράτσα. Η φωνή του λοστρόμου πνιγότανε μες στη βοή του άνεμου. Οι ναύτες είδαν κ' έπαθαν να μαζέψουν τα πανιά, με την ψυχή στα δόντια. Τέτοιο λυσσασμένον καιρό, χρόνια είχε να ιδή ο Καπετάν-Μοναχάκης μήνα Σεπτέμβριο. Η θάλασσα βουνό.
Παίρνει τη γραμμένη λέξη και η δράσις, η χειρονομία, η φωνή του γίνονται μέσα αποκαλύψεως. Ο τραγουδιστής ή ο παίκτης κιθάρας και βιόλας είναι ο κριτικός της μουσικής.
Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε· — Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται. «Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.» «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα! δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός», ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»
Ούτω και εκ της γλώσσης του Νέστορος σας έτρεχε μέλι και των αγορητών της Τρωάδος η φωνή εξήρχετο λειριόεσσα, δηλαδή ευανθής, διότι λείρια, αν καλώς ενθυμούμαι, ονομάζονται τα άνθη. Ώστε μη απορής εάν ο γέρων ούτος, ο οποίος προσωποποιεί τον λόγον, έλκει διά της γλώσσης τους ανθρώπους τους όποιους έχει δέσει εκ των ώτων, αφού γνωρίζεις την μεταξύ των ώτων και της γλώσσης σχέσιν.
Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; ... Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα! ... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πη το χωριό;» Έπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε: — Θε μου, και πάρε με να γλυτώσω ... να μη φύγη ο νους απού την κεφαλή μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν