Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Μονάχα οι γυναικούλες, που δεν είχανε άλλη δουλειά, τον φέρνανε συχνά στις ομιλίες τους: «Ο καϋμένος ο τρελλός!... » Μιλούσανε για τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά, για το χλωμό του πρόσωπο και τα βαθουλωμένα του μάτια. Κι' όταν γυρίζανε την άνοιξη και το καλοκαίρι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές λέγανε πειράζοντας η μια την άλλη: «Να ο τρελλός!» Και καμμιά δεν τρόμαζε.
Η πληροφορία για τις περικεφαλαίες της εποχής στον πρόλογο του &Ερρίκου Ε'& μπορεί να θεωρηθή ως φανταστική, μολονότι ο Σαίξπηρ θα έχη συχνά ιδή το ίδιο κράνος εκείνο κράνος που τρόμαζε τον αέρα στο Αζινκούρ,
Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.
Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.
Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.
Ωστόσο δεν αποφάσιζε να φύγει, περιμένοντας την Γκριζέντα και όταν δεν ήταν στο σπίτι ο Τζατσίντο κατέβαινε το σοκάκι, καθόταν στο φρύδι της κοιλάδας και κατασκόπευε το λευκό δρόμο στους πρόποδες του Βουνού. Ο ρυθμικός χτύπος του Μύλου τον συγκινούσε, σχεδόν τον τρόμαζε. Του φαινόταν σαν χτύπος καρδιάς, μιας καινούργιας καρδιάς που έκανε να ξανανιώσει η άγρια, η αρχαία γη.
Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.
Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα —
Ανέβαιναν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ήταν λυπημένοι, αλλά ταυτόχρονα και χαρούμενοι, επειδή τα είχαν χάσει όλα και τα είχαν διασώσει όλα. Οι γυναίκες ειδικά κοίταζαν επάνω από τ’ άλογα μέσα από την κορνίζα που σχημάτιζε το σάλι τους, με μεγάλα αφηρημένα μάτια τους, που στιγμές στιγμές σπιθοβολούσαν από χαρά. Κάτι τις τρόμαζε, κάτι τις χαροποιούσε, ίσως ο ίδιος τους ο φόβος.
Είναι το πράγμα της στιγμής! Θα του περάση τώρα. Ανίσως τον προσέχετε και τον παρατηρείτε θα πειραχθή, και το κακόν χειρότερον θα γείνη! ΜΑΚΔΩΦ Ναι! Κ' είμαι άνδρας τολμηρός, αφού τολμώ και βλέπω εκείνο που θα 'τρόμαζε κι' ο Σατανάς να βλέπη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ανοησίαι! Πλάσματα του φόβου σου είν' όλα! Και τούτο σαν την μάχαιραν θα ήναι 'ς τον αέρα, που έλεγες πως σ' έδειχνε τον δρόμον προς τον Δώγκαν!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν