Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Σεπτεμβρίου 2025
Οι πεταλούδες οι πολύχρωμες θα σε θαρρούν μυρωμένο λουλούδι και θα γυρεύουν να πάρουν μέλι απ' τα χειλάκια σου, και καθώς θα πετούν τριγύρω σου, θ' αφίνουν το μικρό τους ίσκιο απάνω στ' άσπρο προσωπάκι σου. Νεράιδα θα σε παίρνη το δάσος ολόκερο και θα βυθίζεται σε σιγαλιά και σε ζήλεια.
Και καταφρονημένος Ο Βαρνακιώτης έγινε. — Γύρευε από την μοίραν σου Κρυπτόν να σου χαρίση Τάφον εις όλους. Στροφή Α Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε Ψυχαί θερμαί, γενναίαι· Εις τον βωμόν τριγύρω Της πατρίδος αστράπτοντα Τρέξατε πάντες. Ας παύσωσ' η διχόνοιαι 'Που ρίχνουσι τα έθνη Τυφλά, υπό τα σκληρότατα Ονύχια των αγρύπνων Δολίων τυράννων.
Καθώς πολλοί άνθρωποι της Τέχνης, αγαπούσε παραπολύ τη Φύση. «Τρία πράματα, λέει κάπου, μ' αρέσουν εξαιρετικά: να κάθωμαι τεμπέλικα πάνω σε μια κορφή, που έχει αποκάτω πλούσια θέα· να κάθωμαι στον ίσκιο ψηλών δέντρων, ενώ γύρω λάμπει ο ήλιος, και ν' απολαιβαίνω μοναξιά με τη γνώση πως τριγύρω υπάρχει γειτονιά.
— Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι. Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του.
Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του. τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, 'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.
Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.
Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420
Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!
Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως ενδύση τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρεις άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των. Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει.
Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν