Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Σεπτεμβρίου 2025
Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα.
Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή, Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πως να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε.
Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.
Και έμεινα λοιπόν εκεί. . αλλοίμονο 'στο χοίρο, που κι' ένα κόκκο σιταριού θα ήθελε να πάρη! κι' ενώ με μάτια τέσσερα εκύτταζα τριγύρω, αγέλη χοίρων ώρμησε απάνω 'στο σιτάρι. Θυμόνω, τους πετροβολώ, τους στρώνω 'στο κυνήγι, τρέχουν κι' εκείνοι, πόλεμος ανοίγεται μεγάλος, αλλά οι τρισκατάρατοι δεν ήσαν και ολίγοι, μόλις τον ένα έδιωχνα και ήρχετο ο άλλος.
Αυτοί κάθονται άλλοι κατάχαμα, άλλοι σε πέτρες ή σε χοντρόσκαμνα, συντροφιές συντροφιές, τριγύρω σε χαμηλούς ταβλάδες έτοιμοι να τιμήσουνε το πλουσιοπάροχο δείπνο.
Εις τα πράσινα λειβάδια είχαν στοιβάσει οι χωρικοί το χόρτον, και οι πελαργοί με τα κόκκινα και μακριά ποδάρια των επεριπατούσαν επάνω και κάτω με πολλήν αξιοπρέπειαν, και ωμιλούσαν Αιγυπτιακά· διότι αυτή είναι η μητρική των γλώσσα. Τριγύρω εις αυτά τα χωράφια και λειβάδια ήσαν δάση μεγάλα, και μέσα εις τα δάση ήσαν λίμναι ωραίαι. Ήτο λαμπρά τω όντι η εξοχή.
Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.
Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρω 'ς τα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.
Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε!»
Έτσι όλα ήταν ξεκάθαρα. Τα μάτια του τώρα πια διέκριναν τα πάντα: τριγύρω η σκιά από τα λάθη του, το κέντρο φωτισμένο, που ήταν η τιμωρία του Θεού επάνω του. Ξαναπήρε το δισάκι, χωρίς να πει κουβέντα, και έφυγε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν