Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο.

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Της φαίνεται ότι σηκώνεται και τρέχει έως την πόρτα: αλλά οι προδότες έχουνε στήσει στο σκοτεινό κατώφλι μεγάλα κοφτερά δρέπανα. Η ακονισμένες και κακές λάμες πιάνουν, στο πέρασμα, τα λεπτά γόνατα της. Της φαίνεται ότι πέφτει, και ότι από τα κομμένα γόνατά της ξεχύνονται δυο κόκκινες βρύσες. Σε λίγο οι ερασταί θα πεθάνουν, αν κανείς δεν τους βοηθήση.

Μα ποτέ άλλη φορά δεν είδα τη γυναίκα μου να χαίρεται τόσο όπως τώρα. Ποτέ δεν αιστάνθηκε μια τόση ευδαιμονία γεμάτη ευλάβεια, όπως τώρα, ποτέ δεν ένοιωσε απλωμένη μια τόσο γιορτινή διάθεση στην καθημερινή ζωή μας, όπως αυτό το σκοτεινό χινόπωρο στη μελαγχολική πόλη, όπου η βροχή έπεφτε ακατάπαυτη κ' η ζωή όλη γύρω μας φαινότανε τόσο βαρειά και σκυθρωπή, όσο ίσως ποτέ προτήτερα.

Εφώτιζε σκοτεινό τόρα, κοιμάμενο του Δήμαρχου το σπίτι. Έπεφταν σε φανταστικά, παράξενα σχήματα οι ίσκιοι του πλάτανου στη βρύση αποκάτω. Αντανακλούσαν μαλακές, χλωμές αντιφεγγίδες του καφενείου τα γιαλιά απόξω. Όλο το χωριδάκι, κουρασμένο φαίνεται, από την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης», έπεσε τόρα σε βαθύν ύπνο. Άχνα δε φύσαε. Φύλλο δε σειόταν.

Κόψε με, πάρε μετην αγκαλιάΟλόρθο επέταξε τάξιο λεπίδι, Ταγέρι εξέσκισε πέρνει φτερό Άστραψ' εσφύριξε γοργό σα φίδι, Το δέντρο ελύγισετη γη νεκρό. Βαρειά σπαράζει φοβερήτο χέρι του Λαμπέτη Η κάρα τ' Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο Του σκοτωμένου τρεις φοραίς αναιβοκατεβαίνει Και βασιλεύει σκοτεινό. 'Σ το μέτωπό του η νύχτα Ξαπλώθηκε αξημέρωτη.

Ήξερε ακόμα πώς σφικτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα: — Πόσο μοιάζω κ' εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού....

Μπορούμε να διαλέξουμε την ημέρα και την ώρα μας. Μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: «Αύριο τα ξημερώματα θα περάσουμε με τον σοβαρό Βιργίλιο την κοιλάδα της σκιάς και του θανάτου» και να! το χάραμμα μας βρίσκει στο σκοτεινό δάσος κι ο ποιητής της Μάντουας δίπλα μας. Περνούμε από την πόρτα του θρύλου του ολέθριου στην ελπίδα και με λύπη ή χαρά βλέπομε τη φρίκη του άλλου κόσμου.

Ο τυφλός δε σταματούσε, ανάμεσα στο ένα παράπονο και στ’ άλλο, να μουρμουρίζει συνεχώς και είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, απειλητικό. Προς το βράδυ η συγκομιδή ήταν πενιχρήάφησε να ξεσπάσει η οργή του, κατηγορώντας τον Έφις ότι είχε σκοτώσει τον άλλο σύντροφο για να τον ξεφορτωθεί και να κρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν