United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα.

Τρεις ημέρες αργότερα, καθώς ο Τριστάνος είχε πολλή ώρα ακολουθήσει ταχνάρια πληγωμένου ελαφιού, τον πρόφτασε η νύχτα μέσα στο σκοτεινό δάσος, κάθησε χάμου και σκέφτηκε. «Όχι, δεν είναι από φόβο που δε μας χτύπησε ο Βασιληάς. Πήρε το σπαθί μου, κοιμώμουνα, ήμουν στη διάκρισί του, μπορούσε να με χτυπήση.

Και τι λένε; Ακκούμπησε στο παράθυρο, βγήκε ο μισός έξω και τήραξε περίεργα το σκοτεινό μαγνάδι των λάκκων. Το φεγγάρι πρόβαλε ξαφνικά πίσω του κ' έχυσε φως κάτασπρο στην απλωσιά. Ολόγυρα τα ξερριζωμένα κορμόδεντρα, τα κούτσουρα των αμπελιών, τα στάχυα, τα κωλορρίζα του καπνού, οι ελιές κοίτονταν πτώματα. Το μετόχι έμοιαζε μ' ανθρωπομακελλειό.

Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.