Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον άντρα, έγεινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά-κρυφά με μια μαχαίρα στο χέρι για να τους σκοτώση και τους δυο εκεί που κοιμώνταν στο ίδιο προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή, που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, τούρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του: «&Τη δουλειά, που μέλλεις να κάνης θυμωμένος άφησε τη γι' αύριο

Άλλοτε, όταν ήταν κατάκοιτος στην καλύβη μπρος στα κύματα και όλοι έφευγαν μακρυά από τη βρώμα των φρικτών πληγών του, τρεις άνθρωποι μολαταύτα τον παράστεκαν: ο Γκορνεβάλης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, και ο Βασιληάς Μάρκος. Τώρα ο Ντινάς ντε Λιντάν και ο Γκορνεβάλης μένανε πάλι στο προσκέφαλό του.

Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα!

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Και πολλές φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ' η σούπα επάνω της, γιατί κι αυτός κυττούσε αλλού Και περνούσαν οι νύχτες. . . Τι νύχτες ήταν εκείνες ! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο πλευρό της; -τόσο βαθιά, τόσο βαθιά ! Γιατί δεν την έσφιγγαν τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του τα δικά της; το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε αιωνίως ;. . .Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο προσκέφαλό της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου- Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω-κάτω και σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα.

Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη : μια γλυκειά ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο της, ταναπουπουλιασμένο.

Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω! Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου.

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του. Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία. — Ναι, ναιακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη.

Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς.

Κατεκλίθη, και ο ιατρός, αφού τον είδε, είπε κρυφά εις την Μπέλλαν την αλήθειαν . ο Αντωνέλλος ήτο εις τα τελευταία του . . . Η Μπέλλα έκλαυσε, αλλ' έκρυψε τα δάκρυά της και εκάθησε κοντά στο προσκέφαλό του. Ο Αντωνέλλος έσβυνε χωρίς αγωνίαν· μία γαλήνη ήτο χυμένη εις το πρόσωπόν του, γαλήνη ύπνου, όστις έμελλε να είνε αίώνιος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν