United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη η μακρά και πλατεία αμμουδιά η απλουμένη μεταξύ της λίμνης και του λιμένος δεν είχεν ουδέ ένα κόκκον άμμου αμιγή από πριονίδια, ουδέ ένα χάλικα ελεύθερον από την γειτονίαν πελεκουδίου.

Οι τρακωτοί ήχοι των εκπυρσοκροτούντων ούτω καψυλίων, ήσαν τόσον θορυβώδεις και τόσον πυκνοί και συνεχείς, ώστε κατ' έτος εγίνετο άκοσμος χασμωδία εντός του ναού. Τώρα όμως να της ξεχάσουν αυταίς της μπιρμπαντιαίς! έλεγεν ο κυρ Μανωλάκης. Και συλλαμβάνων αυτά από του ωτίου ένα-ένα τα απώθησεν έξω του ναού. Τα οποία παραταχθέντα τότε εν τη πλατεία ενέπαιζον τον επίτροπον εν χορώ: — Φώτο-σβέστη!

Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκεεκείν' ο Οδυσσέας, κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρειςώρα χειμώνος, και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρούτην μέση επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. και όπως δαυλόν κρύβει τινάςτην μαύρη στάκτη, 'ς άκρη εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη ύπνοτα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.

Η άτρακτος υψώθη βοΐζουσα, διέγραψεν ευρύ τόξον, διήλθεν άνω των παιδιών κ' έπεσεν εμπρός αυτών με κτύπον ξηρόν και πένθιμον, ως θραυσθείσης χορδής. Ευθύς γαλανή λίμνη πλατεία, τρικυμιώδης ηνοίγη προ των παιδιών, φθάνουσα σχεδόν τους πόδας των. Άνωθεν της ίπταντο γιγάντια όρνεα, κρώζοντα γοερώς και κτυπώντα παταγωδώς τας μεγάλας, ως ιστία πλοίου, πτέρυγάς των.

Πλατεία. ΣΑΜΨΩΝ Γρηγόρη, μα την πίστιν μου ούτ' εγώ τρώγω άχυρα, ούτε συ! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όχι βέβαια! μήπως είμεθα γαϊδούρια; ΣΑΜΨΩΝ Θέλω να ειπώ, αν μας θυμώσουν να πηδήσωμεν κατ' επάνω των. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Κύτταξε όμως να μη πηδάς πολλά παλούκια. ΣΑΜΨΩΝ Δεν αργώ να κτυπήσω, αν πάρω φωτιάν! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Αλλ' αργείς να πάρης φωτιάν, διά να κτυπήσης. ΣΑΜΨΩΝ Κι' ένα σκυλί από το σπίτι του Μοντέκη με φέρνει άνω κάτω!

«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10 αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα• κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα. 15 ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του 'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20

Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.

Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Η φήμη του αύτη, η πεποίθησις μετά της οποίας ωμίλει και προ πάντων η ανικανότης προς εύρεσιν άλλης διεξόδου, έπεισαν το συμβούλιον να δεχθή την προτασιν του πανοσιωτάτου, υποσχόμενον την ζητηθείσαν αμοιβήν. Ώρα της εκτελέσεως ωρίσθη η δεκάτη της επιούσης και τόπος αυτής η ευρύχωρος παρά την προκυμαίαν πλατεία.

Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...