Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Σεπτεμβρίου 2025


Αυτός ο ηρωισμός θαρρώ δε θα χρειαστή στη δική μας τη γενεά. Ένας Κόδρος δε φυτρώνει έτσι εύκολα μέσα σ' ένα λαό που μισοκοιμάται από το πολύ το μεθύσι. Μα μπορεί να μας χρησιμέψη σαν ξυπνήση το Έθνος, και γι' αυτό Σε θερμοπαρακαλώ να μας φέρης εδώ και το μεγαλητερό Σου το γυιό, νακούση και κείνος το δεύτερό μας το παραμύθι.

Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Άλλο από απλή και δουλική ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε να ξυπνήση στην καρδιά των Ελλήνων ο ρωμαΐκός φιλελληνισμός, κι ούτε είτανε φυσικό του νάχη άλλο σκοπό, παρά να παρηγορή τον άρρωστο με δώρα και με στεφάνια, να περιμένη κολακείες και θυμιάματα, και να δείχνεται πως είχε δα αρκετό ανθρωπισμό κι ο Ρωμαίος να νοιώθη και να τιμάη του Ελληνισμού τη λαμπρότητα.

Η Σοφία το εζύγισεν εις την χείρα, εβεβαιώθη, αν και το ήξευρεν, ότι ήτο γεμάτον, εστάθη μίαν στιγμήν, διά να ακροασθή ακόμη. Δεν απεφάσισε να ξυπνήση την αδελφήν της, ήτις είχεν αποκοιμηθή προ μικρού. Εβάδισε τρία βήματα προς την θύραν την άνευ παραθύρου, όπισθεν της οποίας έρρεγχεν ο γέρο-Σταμάτης. Έκυψε, του έθιξε τον ώμον, τον έσεισεν. Ο γέρων έβλεπε νεανικά όνειρα εις τον ύπνον του.

Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.

Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημά του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μάμμη το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοιεφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή η ρίζα του «κείμαι» εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.

Κι' αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;. . . Δε θα βάλη της φωνές;. . .Θα τρελλαθή, το κορίτσι! Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.

Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήσηΤο ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάταΟχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνιΟχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνειΚι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Λέξη Της Ημέρας

φώκαι

Άλλοι Ψάχνουν