Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Όλοι μου λέγουν: Έρχονται! — Το δυνατόν μας κάστρον την πολιορκίαν των θα έχη να γελάση. Να μείνουν ως που λοιμική και πείνα να τους φάγη! Αν μη τους εδυνάμοναν εκείνοι που μ' αφήκαν, αφόβως τους αντίκρυζα στήθος με στήθος τώρα, και να τους έδιωχν' απ' εδώ! Τι είναι; Ποιος φωνάζει; ΣΕΥΤΩΝ Γυναικών ξεφωνητά μου φαίνονται, αυθέντα. ΜΑΚΒΕΘ Σχεδόν το ελησμόνησα τι πράγμα είν' ο φόβος.

Αλλ' όταν ήναψε κ' εμέ το αίμα μου, και είδε ότι θα μ' εύρη τολμηρόντο δίκαιόν μου, — είτε διότι τον εξίππασα με τα ξεφωνητά μου, — εστράφη κ' έφυγ' απ' εδώ. ΓΛΟΣΤ. Να κρημνισθή! Να φύγη! Εδώ αν μείνη, κ' ευρεθή κρυμμένος, να τον πιάσουν, κι' άμα τον πιάσουν, θάνατος!

Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.

Του δίνει μάλιστα κάποια μελαγχολική χάρη· το κάνει σεβαστό κι αγαπημένο όπως το λιβάνι κ' η καταστροφή τα εικονίσματα. Καθένας που διαβαίνει από κοντά του, δεν πιστεύει πως πλησιάζει σε σπίτι παρά σε ναό. Και για τούτο σαν ακούση τ' άσεμνα ξεφωνητά, τα πρόστυχα τραγούδια και τα κρασόβολα γέλοια, φεύγει γοργά και με σταυροκοπήματα.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.

Μα να σου πω και κάτι άλλο, αν και πρέπει να το ξέρη ένας ιερωμένος. Ο θεός &τo βλογάει& εκείνο το χώμα που χύνεται τέτοιο αίμα, κι απάνω σε τέτοια κόκκαλα φυτρώνει Παράδεισος. Και το μεγαλήτερο το καλό, που δεν μπορεί πια να γυρίση πίσω, μήτε να μείνη εκεί που είναι ο λαός, μια κι ανάψη. Θακουστούν τα ξεφωνητά και τα μυρολόγια, όχι από τους Φράγκους! Μακριά από Φράγκους!

Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Μα δεν είχε το νου του· μόνο σαν έπεσαν τα μάτια του απάνω στα μαλλιά της Βεργινίας τα κόκκινα κι αριά, πούταν τώρα σταχτιά απ’ τη σκόνη κι αναμαλλιασμένα, θυμήθηκε το προσκέφαλο του κρεββατιού τους που ακκουμπούσαν τα κεφάλια και των δυονών τους κ' η πεθαμένη πέρναγε τα δάχτυλα της μέσα στα δικά του τα μαύρα και πηχτά μαλλιά και του τα χάδευε και τούξυνε το κεφάλι και τότε ξαναβούρκωσαν τα μάτια του. . . Έκλαιγε η θεια Ελέγκω με ξεφωνητά εκεί που φιλούσε.

Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάριΕίπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχήγυναίκα ή άντραςστη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν