Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Κύριος, ξεκύριος, ήταν ένας μεγάλος μπελάς και μια μεγάλη πληγή ο Νικολάκης ο Γλωσσώτης, ένας μπελάς κληρονομικός. Ο Μακαρίτης ο πατέρας μου, αφού τράβηξε για πολλά χρόνια το διάβολό του από τον καλό του πατριώτη, μου τον άφηκε κληρονομιά μαζί με μερικά χρέη και μερικές δίκες. Τα χρέη πληρώθηκαν, οι δίκες ξεμπέρδεψαν, μα ο Νικολάκης έμεινε και μένει. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου τον είχε τσιμπούρι.

— Η μητέρα πού είνε; ηρώτησε πάραυτα με ξενίζουσαν στρυφνήν και βραχνήν προφοράν ο καπετάν Νικολάκης. — Πήγε 'στο Κάστρο, απήντησεν η κόρη, προσπαθούσα τότε να περισυνάξη την εύμορφον κόμην της, ν' ανάψη το φως και το πυρ και να συγυρίση τον πενιχρόν οικόν της. Πήγε' στο Κάστρο, επανελάμβανε. Και προσέθετε μόνη της: «Σαν προφήτης! Δεν της είπα να μη πάη

Πού ήτο έπειτα κρυμμένη τόση χαρά; Όλοι οι συνελθόντες εγελούσαν θορυβωδώς, αλλ' η Κυρατσούλα ολίγον κατ' ολίγον εξωκειούτο με την ευφρόσυνον πραγματικότητα. Τότε ο Νικολάκης ήρξατο να διηγήται προς τους συναχθέντας ναύτας τα του ναυαγίου με όλην την τραγικότητα του συμβάντος. — Τα κύματα βουνά, έλεγε: Νύχτα, χιονιά. Από την πρύμνη δεν έβλεπες εις την πλώρη.

Και μετά μίαν στιγμήν απήντησε γυναικεία φωνή·Μη!... Μη!... Μη!... Μη μου λερώνεις τη σκάλα! Όξω Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μώχης; Τι Νικολάκη μου λες;... Εδώ δίπλα γιορτάζει ο Νικολάκης ο γείτονας... Θα ζαλίστηκες, πιστεύω, καϋμένε, απ' τα κεράσματα τα πολλά που ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη!

Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν. Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως. Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε. — Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα. — Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας.

Έκαμε μίαν κίνησιν να σύρη προς τα κάτω την μανδήλαν της, αλλ' ένεκα του κουβά δεν επρόφθασε· και ο Νικολάκης κοντοσταθείς είδεν όλον τα ροδοκόκκινον πρόσωπόν της και εκοκκίνισε περισσότερον αυτός. Εσταμάτησεν εκεί. Η Κυρατσούλα παρήλθεν ως ακτινοβόλον μετέωρον και αυτός έβλεπε τας τελευταίας του αναλαμπάς πλέον. Έκαμε κίνησιν ως να εσπόγγισε με το χέρι του το ευρύ μέτωπόν του.

Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήση. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβη ο Αστρονόμος, και έρριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάση πλέον ή δεκάκις· και έλεγε: — Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Είντα διάολο 'χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τσ' ήστρηψε ολότελα η βίδα.

Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις ΝικόλαςΚαι ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν: — Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος! Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.

Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της». Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον. Είπον όλοι να μη το φανερώσουν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν