Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Πώς συνέβη να περνά πρωί πρωί απ' εμπρός της ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα, ωραίος, ναύτης, φιλόπονος και φιλομαθής, επιστρέφων από το πλησίον της πόλεως πατρικόν κτήμα του. Εκοκκίνισεν η Κυρατσούλα. Ούτως ωνομάζετο η εύμορφος κόρη.

Αλλ' ο Νικολάκης, όστις από της παραλίας ακόμη επληροφορήθη τα διατρέχοντα, έδειξε μεγάλην απάθειαν και εφρόντισε πρώτον να επαναφέρη εις τας αισθήσεις της την σύζυγόν του, ήτις έπεσεν αναίσθητος επάνω εις τα καλά φορέματα του συζύγου της, προ των οποίων ως προ απεικονίσματος εθρήνει τόσας ημέρας, ως είπομεν.

Ο κάπταιν Νίκολς ενόμισε πώς ακόμη κατοικούμε ς' το Κάστρο. Πού να το μάθη ο πτωχός! Και έφερνε γύρω ς' το βράχο από το δειλινό. Αλλά μετά πολλά τον ωδήγησεν ένα τσομπανούδι. Βλέπετε, τα έμαθα όλα με ακρίβεια από το λιμεναρχείο, από τον ίδιο κάπταιν Νίκολς. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κρότος άλλος εις την θύραν, και συγχρόνως φωνή: «Άνοιξε, Μαργαρώ. Ο αδελφός σου, ο καπετάν Νικολάκης».

Μωρέ, άφης τα λόγια, του είπεν ο Νικολάκης, γιατί αν σ' ακούση και σου χυθή, όλοι δεν θα μπορέσωμε να σε γλυτώσωμ' απού τα χέρια του. Αυτός είνε, μωρέ, θεριό· δεν τόνε θωρείς; Ο Μανώλης ενθαρρυνθείς από την πρώτην επιτυχίαν, κατεγίνετο, ενώ εξηκολούθει να χορεύη, εις νέον αυτοσχεδίασμα.

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας! Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην.

Θέλεις να ήτο φθόνος, θέλεις να ήτο τυχηρόν, τρεις μήνας μετά τον γάμον διήλθεν εκ της νήσου το ωραίον εκ Γαλαξειδίου βρίκιον ο «Αρχάγγελος». Εχρειάζετο ένα ναύτην. — Όσω και να καθήσω, είπεν ο Νικολάκης, πάλιν θα μπαρκάρω. Δεν είνε άσχημα να πάω με το Γαλαξειδιώτικο. Έχω καλή πάγα. Απεχαιρέτισε κλαίων την κλαίουσαν Κυρατσούλαν και ανεχώρησεν ο ναύτης εις την Μαύρην θάλασσαν.

Δεν ξεύρεις, μάννα, έλεγε και η Κυρατσούλα έπειτα εις την μητέρα της. Πρωί πρωί ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα πού να ήτανε; — Τι; Εμουρμούρισεν η γραία. — Τίποτε· είπεν η κόρη και εκοκκίνισεν άλλην μίαν φοράν. Το αθώον αυτό συνάντημα κατέληξεν εις αρραβώνας. Ω! είθε όλα τα αθώα συναντήματα ν' απολήγωσιν ούτως εις την πλέον χαρμόσυνον ευτυχίαν. Μετ' ολίγον καιρόν εωρτάσθησαν και οι γάμοι.

Ο δε Νικολάκης ο Στιβακτής, τον οποίον επωνόμαζον ειρωνικώς Αστρονόμον, διότι είχε περιέργειαν φυσικού και φιλοδοξίαν μετεωρολόγου, προμαντεύοντος τον καιρόν και τας εσοδείας, εξέφρασε την γνώμην ότι οι σεισμοί προήρχοντο από το «μέταλλο της γης», χωρίς και να δύναται σαφώς να εξηγήση τι ήτον αυτό το μέταλλο.

Την ιδίαν στιγμήν ο Πέτρος ο Γύφταρος, προβάλλει από μίαν γωνίαν εκεί, πλησιάζει και ίσταται έξω από την αυλόπορταν. — Καλή 'μέρα σας! Καλή χρονιά Χρόνους πολλούς!... Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε! Ό,τι επιποθείτε! Μ' ένα καλό γυιο, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά! Να ζήση ο Νικολάκης! Ηκούετο ένδοθεν της αυλής, ερχομένη ηχηρά η φωνή του Αποστόλη.

Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς. — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη. — Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι! — Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν