Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Όταν τον περνούσανε στο δρόμο οι διαβάτες τον κυττάζανε και κουνούσαν το κεφάλι τους: «Ο Θεός τον ανάπαυσε, λέγανε. Τι να την κάνη το κακόμοιρο τέτοια ζωή !» Όταν τον περάσανε απ' το σχολείο όλα τα παιδιά τρέξανε να ιδούνε τον καμπουράκη, που είχε πέσει απ' το μώλο. Τριγυρίσανε το σανίδι και τον κυττάζανε, σαν παράξενο πράμα.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο.
Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.
Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα: «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται... Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του. — Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε.
Ο Γιάννης ο Μακαρίτης πετάχθηκε απάνω θυμωμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και τράβηξε ένα μικρό πραμματάκι από μέσα. — Το βλέπεις αυτό; — Ένα δαχτυλίδι. — Το δαχτυλίδι του Καπετάν-Πρέκα. Τι λες τώρα; — Πώς βρέθηκε στα χέρια σου; — Δική μου δουλειά. Το βρήκα στο μώλο... — Γιατί δεν τώδωκες στην Εξουσία; — Την Εξουσία σου είπα την έχω απαυτώσει.
Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.
Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.
Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.
Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του.. — Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!... Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν