Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία μου γιατί ήξευρα πως θα μ' έπαιρναν όλοι για παλαβό. Το μπάρκο επλησίαζε. Εδιάβαζα μάλιστα και τ' όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα». — Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές. Από εκείνους ούτ' εκινήθηκε, ούτ' εφώναξε κανείς.

Όταν δε, την εσπέραν, ξυλάρμενον εισέπλεε το μπάρκο του καπετάν-Φώκα, το ανεγνώρισεν από την χονδρήν κοιλίαν του και την χονδρήν πρύμνην, και από το άσπρο μπούρδο, την λευκήν ταινίαν, την περιθέουσαν αυτό κύκλω, η οποία με τα μαύρα κατά διαλείμματα τετραγωνίδια, ως θυρίδας μακρόθεν φαινόμενα, παρίστα αυτό τεράστιον σκάφος, ως φρεγάταν τουρκικήν των ημερών εκείνων.

Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του.

Τέλος έκανα καραβάκια, και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου. Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της. — Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη.

Δε με σηκώνει η στερηά. Με τα πολλά αποφασίστηκε το ταξίδι. Ήτανε να φύγη εκείνο τον καιρό και το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη. Συγγενής και χρυσός άνθρωπος ο καπετάν Βεκίλης, τι άλλο ήθελε. Τον παρακίνησε κι' ο ίδιος. — Η κάμαρή μου, δική σου είνε, παπά. Όλες σου τις αναπαύσεις θα τις έχης. Απλοχώρια και πάστρα. Οι καιροί εφκιάξανε, άνοιξι, χαρά θεού. Θα πάω στον Ποταμό να φορτώσω στάρι.

Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγγισμα, πλέον δυνατή και αναμπαίχτρα εξαναδευτέρωσε: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Τότε δεν ξεύρω κ' εγώ τι μας έπιασε· δεν θυμούμαι πώς μας ήρθε. Ο «Σωτήρας» άξαφνα μου εφάνηκε κακότροπο τέρας και τα πανιά του σαν χείλη πλατύτατα που έχασκαν κ' επεριγελούσαν τη θλιβερή μας μοίρα.

Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!

Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!... Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ' εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης, ακράτητος, φριχτός.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν