Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του.

Αμ' γι' αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς άνθρωπος, τ' ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα; — Στα καράβια τ' ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να τούβγαιναν πολύ καπετανέοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι' αυτό τον έφαγε να τον πάρη στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τάλλα.

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Μόλις αρράξαμε στη Στένη ο καπετάν Ξυρίχης επήρε τη βάρκα κ' έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δύο ημέρες τόρα φριχτή τον ετυρανούσε αμφιβολία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο» δεύτερο μπάρκο του, που ήσαν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δύο αδέρφια του.

Έβαλεν ένα εξάδελφόν του πλοίαρχον εις το ένα μπάρκο, όστις δεν εύρε δουλειές να δουλεύση και «τον έβαλε μέσα»· το άλλο τo εξεχώρησε «χρεωλυτικώς» εις ένα παλαιόν φίλον του θαλασσινόν, όστις το έφαγε, σκάφη κι' άρμενα και καρφιά, κι' αυτός έμενεν ως έγγιστα δύο έτη εις την γενέθλιον νήσον.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Νομίζεις πως την έστειλεν επίτηδες ο Θεός για να μας συνηθίση στη νύχτα του τάφου. Άξαφνα εκεί που ετρομπάριζα ακούω τον ναύκληρο κάτι να σφυρίζη στο αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι. Οι παλαιοί ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι. Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν Ιταλικό κ' ευθύς μου ήρθαν της νύχτας οι φωνές, που μέσα στον αναβρασμό τους έδινε την έννοια που ήθελε η ζαλισμένη φαντασία μου!

Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.

Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή του. Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην άμαθη καρδιά μου. «Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν