Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Προσκυνούμε όμως τη Χάρη της, έκαμε το θάμμα της, κι απάνω που δρασκέλαγαν την οξόπορτα, πιάστηκε μιανού η καπότα απόνα πουρναράκι, του φεύγει το σακκούλι του, βροντούν τ' ασημικά, κυλάει το κατάχρυσο καντήλι της Χάρης της, απάνω που περνούσε κι ο Γιώργης, το παιδί, πούρχονταν να ποτίση τα μουλάρια. Βάνει τις φωνές, πετιώμαστε, τους πιάσαμε απάνου που τα μάζευαν.

Πήρε κοντά του πράμματα; — Πήρε τα οχτώ μουλάρια. — Μα την αξιάδα που 'δα εγώτο Λούκα εχτές το βράδυ.. — Σαν τι είδες, Λιάκο; — Μονάχος ετέλεψε το γέννο. Πενήντα αρνιά προσθήλυασε μέσ' 'ς την τσαγγαδομάντρα. — Προχτέςτον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι. Θεριακωμένος! — Κορμαριά! — Και πετροκαταλύτης! — Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασατη στρούγγα Και πάω σαν καλαμόκουνα.

Με την αφορμή αυτής της ιστορίας, καθώς και της άλλης του λαθρεμπορίου, που την εφανέρωσεν ο στρατιώτης, που είδε τα φορτωμένα μουλάρια, οι εχθροί του παππά Συνέσιου τον εκατάγγειλαν, αυτός όμως, χωρίς να περιμένη, εσηκώθη μια νύχτα, επήρε τα ρούχα του πλυμένα κι' άπλυτα και μαζή με τη μάννα του, έφυγε και από τη Μονή και από τον τόπο.

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος δήμιος. « &Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!&», όλοι οι συγγενήδες, που παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.

Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν 742 ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρωμένα· 745 σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν.

Κι απάνω στην κουβέντα που κάμαμε, μου είπε αυτή την ιστορία της μισοκρεμνισμένης καμάρας του Ριζόμυλου: — Τόρα δεν έμεινε, παιδάκι μου, παρ' αυτή η καμάρα, που βλέπεις. Τον παλιό καιρό στα χρόνια της Τουρκιάς εδώ είταν του Λιάκου ο Ριζόμυλος. Εδώ έπεφταν τα περισσότερα χωριά του τόπου, ρωμιοί και τούρκοι, απ' τη χώρα κι απ' τα χωριά εδώ κουβαλούσαν το στάρι τους με τα μουλάρια.

Είναι κι' ο Δεσπότης που τονε θέλει, είπεν ο παππά Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τις προάλλες για την πανιερότητά του· και τρώτε καλόγεροι και παππάδες φασούλια νερόβραστα. Και επρόσθεσε σαν από μέσα του. — Και να συλλογιστή κανείς πως αυτός ο άθρωπος αγαπά τόσο τη μάννα του, ενώ βρίζεται κάθε μέρα μαζή της! — Να σας πω, φταίτε σεις ούλοι! είπεν ο Γιώργης ο μπακάλης.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν