Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Έτσι πέρασαν τα μεσάνυχτα, η ώρα της γύρας ήρθε και σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω τραγουδώντας. Οι δρόμοι είταν έρημοι, τα μαγαζιά κλεισμένα, τα σπίτια κατάκλειστα, πήραν τον ένα δρόμο, τον άλλον, όντας στάθηκαν. Αραίωσαν, έπιασαν τ' αγκωνάρια, άλλοι έκατσαν χάμου στο χώμα, άναψαν τα τσιγάρα τους, άφησαν στη μέση το μπουζουκιτζή.

Λαλεί τορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν το μεσάνυχτα . . . Κ' η μάννα μου τι να έγεινε; Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι ουδέν κακόν είχε συμβή. Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, ναι επανελθούσα τα έρριψεν εις την εστίαν.

Ταξιδέψαμε νύχτα με τη γυναίκα μου· μεσάνυχτα φύγαμε από τη Ζαγορά, και δεν ξέρετε τι μαγεφτικά που είτανε με το φεγγάρι. Πουθενά δεν είδα τέτοιο θέαμα μοναδικό· βουνά και θάλασσα μαζί, πελώρια και τα δυο. Τάχει αφτά μόνο η Θεσσαλία. Καλός ο τόπος κ' η φιλοξενία χρυσή.

Όλοι οι χωριανοί ανατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, όταν εδιάβαιναν μπροστά από το κοιμητήρι του Αγιοταξάρχη. Και ο Λίακας δύο φορές έβαλε στοίχημα, να κινήση τα μεσάνυχτα από την Κάτου Χώρα, να πάη στον Αγιοταξάρχη απάνου μοναχός, καταμόναχος· νάμπη στο κοιμητήρι, να διαβή τα μνήματα, πατώντας τις πλάκες, να πάη στο χωνεφτήρι· να πάρη, να γεμίση μια σακούλα αθρωποκέφαλα, να γείρη πάλι στην Κάτου Χώρα.

Ο πατέρας σου κάθεται ως τις δυο από τα μεσάνυχτα και παίζει. Δε θαφίση το παιγνίδι του ναρθή να σ' εύρη. Το ξέρεις καλά. Μήπως δεν το ξέρεις; Εγώ θέλω περισσότερο από σένα να μείνω μαζή σου. Γιατί είσαι κακός; Κι' αν θέλω να γυρίσω στην κάμαρά μου, το ξέρεις, θα κλαίω όλη τη νύχτα, ως το πρωί θα κλαίω μοναχή μου . . . ΝΙΚΟΣΚαλά γύρισε. Δε σε βιάζω. ΔΩΡΑΜου το λες θυμωμένα.

Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ' αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ' ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην' ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ' ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρη κλειστή την θύρα μου.

Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με.

«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.

Κατά τα μεσάνυχτα άρχισεν ο χορός, μεγάλος και συρτός χορός γύρ' από το μασαλά.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν