Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε... Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν: — Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα. — Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος.

Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη.

Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.

Είτα ερωτά: — Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης; Η κυρά Γιάνναινα αργά-αργά απήντησεν: — Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγη, θα κουβαλισθή. — Απόψε θα έρθη; — Δεν ξέρω. — Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθη να κοιμηθή. — Δεν ξέρω, χριστιανή μου· δεν έχω την έννοια του. — Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρης; Τρέχει, μαθές, τίποτε;

Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.

Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδίκαι το ξέρω πως είνεδεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε; Κωστ.

Μα αφτός με βροντερές φωνές δεν έπαβε να σκούζει «Τ' Ατρέα γιε, τι φταίξαμε και πάλι; τι σου λείπει; 225 Γιομάτο το καλύβι σου μαθές χαλκό, γυναίκες έχεις πολλές και διαλεχτές, που πρώτα πρώτα εσένα σ' τις δίνουμε άμα μπούμε εμείς σε κάνα πλούσιο κάστρο.

Ιδιος κι' απαράλλακτος ο πατέρας του. Είπε και τον έκανε. — Τούτο είνε το δικό μου παιδί, έλεγε ο γέρος, χωρατεύοντας κάποτε τις καλές μέρες, που μαζεύονταν όλοι αρσενικοί και θηλυκοί, ένα τσούρμο παιδιά και αγγόνια, στο σπίτι του Μαστρο-Αποστόλη. Κανένας σας μαθές δε μούμοιασε ούτε στη λεβεντιά, ούτε στη γνώμη. Μοναχάκης και πάλε Μοναχάκης. Καλόγνωμος και στοχαστικός σαν τον πατέρα του.

Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών. — Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή. — Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.

Μόνε τον έρμο του Πηλιά γιο θέτε να βοηθάτε, που δίκιο μες στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του 40 λυγάει μια στάλα, μον λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι, που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του και πάει αθρώπων ζωντανά να βρει και να χορτάσει· έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει. 44 Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο 46 θάχασε — ή γιο του, ή αδερφό από μιας μάννας σπλάχναμα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελιώνει· γιατί οι Μοίρες τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν