Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Είσαι μαθές και νιος — και γιο θα σ' είχα εγώ στα χρόνια, τον πιο μικρό — μα γνωστικά τα κουβεντιάζεις όμως. 58 Μον έλα εγώ, πούμαι θαρρώ πια γέρος, όλα ως πέρα 60 ας τα ξηγήσω κι' ας τα πω· κι' ας μην καταφρονέσει κανείς το λόγο μου, ουδ' αφτός ο βασιλιά Αγαμέμνος. Αγριάθρωπος — δίχως πατριά και κοινωνιά — 'ναι εκείνος που αίμας γυρέβει αδερφικό, κατάρατες διχόνιες.
Τον Μελιγκόνη τον έπιασαν τα κλάματα. Λιγόψυχος πάντα ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης, τραβήχτηκε παράμερα και σκούπιζε τα μάτια του. — Σαν παιδί κάνεις, καϋμένε Μελιγκόνη, του είπε ο Πεφάνης. Θέλεις να σε ιδή ο Μοναχάκης, που τόνε κλαις ζωντανό μαθές; — Δεν κλαίω, παιδί μου Πεφάνη. Δεν κλαίω. Έτσι με πήρε το παράπονο. Είδα αντρόγυνα να χωρίζουν, και δεν έκλαψα.
Να πούμε, τάχατες — η Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος — είπε μαθές, να δέσουμε παντρειές. — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος. — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης! — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η Φουλίτσα.
Να τα σφαλίζης μαθές, να τα σφαλίζης τα μάτια σου. Ο τιμημένος άντρας αγαπά μια γυναίκα, δεν αγαπά χίλιες.
Χριστούγεννα αύριο ξημερόνουν, μαθές. — Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ' εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα; — Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιαις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στη ξενιτειά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του!
— Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.
Τι και του γέρου μου μαθές τρανό χρωστιούνταν χρέος, τέσσερα τρεξεμιά άλογα κι' οι άμαξες που πήγαν να παραβγούν· γιατί είτανε να τρέξουν για τριπόδι, 700 μα εκεί τα κατακράτησε ο βασιλιάς Αβγείας, κι' έδιωξε απέ τον αμαξά που θρήναε τ' άλογά του.
Μα αν δεν πειστείς στα λόγια του κι' αψήφιστα μ' ακούσεις, φοβέριζε κι' αφτός εδώ πως να σε πολεμήσει θάρθει ανοιχτά, μα κάλια σου να τραβηχτείς νομίζει, 180 μη σου ρηχτεί, τι αφτός μαθές πολύ είναι ανότερός σου και πριν στα χρόνια· ωστόσο εσύ έτσι ίσος του να βγαίνεις λέει δε δειλιάζεις, του Διός που τον φοβάνται κι' άλλοι.» Τότες βαριά αγανάχτησε της γης ο σείστης κι' είπε «Ω φαντασία!
— Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος. Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε. — Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν