Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Και πού είν' αυτή η Ευρώπη; — Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου; — Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου; — Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου.
Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα. — Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!
— Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά; — Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε.
Εθύμωσα κ' εγώ, εχάλασενε, μαθές, η καρδιά μου κ' εχάλασενε και η δουλιά. Να αγάπες!
Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού. Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια.
Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο. — Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...
Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο.
ΙΑΤ. Οκεμπέλα ποιος είν' άρρωστος εδώ μέσ' την αστυνομία. ΓΑΡ. Ο Μανολιός ντετόρο μου. ΙΑΤ. Ευθύς φλεβοτομίγια. ΣΚΗΝΗ ς'. Ιατρός, η Κανέλλα, ο Κρης και η Γαρούφω. ΙΑΤ. Και ποίος είναι ο άρρωστος; κουράγιο.. έχεις ζάλη; ΚΡΗΣ. Έχω μαθές και με πονεί. ΚΡΗΣ. Πονεί δεδίμ κ' η χέρα μου. ΙΑΤ. Πονεί σου το κεφάλι; ΚΡΗΣ. Πονεί με δα κατέχ' ο θιος.
— Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι. — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ; — Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.
Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν