Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Να ιδούν μαθές, κι ο κόσμος να χαλάση! Ακούς; Διαστρεμένα! Έπεσαν στη γούβα να τσακιστούν. Έτσι ντε! να! Μπομπιεμένα!.. Ίχιτας! Εγύρισε με το δίσκο τόρα και τους εφλόγισε και τους κατάκαψε όλους με τα νάζια της και τα γλυκόλογά της. Ανέβηκε πάλι στο πάλκο απάνω. Άδιασε το διάφορο του δίσκου στο τραπέζι. Εκάθισε στην καρέκλα της, ανάμεσα στο Βιολιντζή και το Σαντουριέρη.
Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα.
— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.
Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.
Και στέκει με βαριά καρδιά, τι άλλο δεν είχε φράξο, και κράζει όσο μπορούσε αψά το Δήφοβο, ζητώντας άλλο όπλο· μα πού Δήφοβος τέτια στιγμή κοντά του! 295 Τότε ένιωσε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε «Ωχού, το βλέπω πια οι θεοί με κράζουνε στον Άδη! Τι είπα μαθές πως είχα εγώ το Δήφοβο κοντά μου· μα είταν παγίδα της θεάς, κι' είναι στο κάστρο εκείνος.
Δεν μπορούσανε να δείρουν το γάδαρο κ' έδειραν το σαμάρι. — Όπου άντρας, μα νέος μα γέρος, τον έκοβαν. Όπου παιδί και γυναίκα, σκλαβιά κι ατιμιά. — Κι ο Σερήφ Πασάς τα συχωρούσε μαθές αυτά; ρωτάει ανυπόμονα ο Μυλόρδος. — Ο Πασάς; Και ποιος τονε ρωτούσε τον Πασά; Αυτοί είταν έξω φρενώ. Σαν μπόρα πλακώσανε φοβερή. Μόλις το πήρε ταυτί μας τάγριο της το βουητό και σκαρφαλώσαμε τον Ψηλορείτη σα γίδια.
Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας: — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε γεννητούρια, μαθές.
— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο Γερο — Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»
Είπε μίαν πρωίαν, μετά διήμερον νηστείαν. — Δεν σ' έπνιγα, μαθές; απήντησε και η μητέρα της, ξηροκαταπίνουσα την θλίψιν της ως πικράν κινίνην.
— Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονο — Εγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — Στο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν