Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Έτσι όλα ήταν ξεκάθαρα. Τα μάτια του τώρα πια διέκριναν τα πάντα: τριγύρω η σκιά από τα λάθη του, το κέντρο φωτισμένο, που ήταν η τιμωρία του Θεού επάνω του. Ξαναπήρε το δισάκι, χωρίς να πει κουβέντα, και έφυγε.

Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ; Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του. — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' αγαπά. — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.

Εγύριζα ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με ειδούν.

Η κουβέντα του δίχως καμμιά προσποίηση, όπως των αγαπημένων του της εποχής της Ελισάβετ, περνούσε κάποτε τελείως απαρατήρητη μάλιστα. Σαν κόκκος καθαρού χρυσού οι φράσεις του μπορούσαν να σφυρηλατηθούνε σε ολάκερα ελάσματα...» Ένα μέρος του φιλολογικού του σταδίου αξίζει ξέχωρα να σημειωθή.

Την κουβέντα του θάχωμε τώρα; Πολύ του πάει. Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα; Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεββάτι, και κύτταζαν να τον συγυρίσουν.

Είχε δεν είχε, τον πήρε και πήγαν ως το κελλί του Εφημέριου μέσα στης εκκλησιάς την αυλή. Κάθουνταν ο γέρος ο Πάτερ Χαράλαμπος στο πεζούλι του, και μάζευε μέσα του ήλιο για το χειμώνα. Ζυγώνει μονάχος του πρώτα ο Πανάγος, και χώνουνται στην κουβέντα.

Τώρα …..» «Και τώρα ακόμη δεν θα σου λείψει η συντροφιά», είπε ο Έφις σοβαρά. «Τι εννοείς όμως όταν λες πως είσαι αθώος;» «Ότι βαδίζω προς την αιωνιότητα», είπε ο τυφλός χαμηλόφωνα. «Πηγαίνω προς μια πύλη που θα με υποδεχτεί ορθάνοιχτη, και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Εάν έχω λίγο ψωμί, θα το φάω, εάν δεν έχω, δεν θα πω κουβέντα. Δεν άγγιξα ποτέ τα πράγματα των άλλων, δεν γνώρισα ποτέ γυναίκα.

Η μοναχή κουβέντα, πώκαναν μέσα στην εκκλησιά, είταν το φάνισμα του ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή έπαιρνε κι' έδινε, ώστε κι' οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμμα που μόνον οι γυναίκες τώκαναν ως τα τότε, κι' έκαναν πάντα τον παπά να τους φωνάζη μες από το γιερό: — «Σωπάστε, γυναίκες»!...

Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβης, και να την ακούσης τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλλώσουν.

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν