Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!
Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.
Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.
Ένας ψηλός κρεμανταλάς με δυο πήχες μουστάκια, ξεροκαμπίτης βλάχος με δυο μάτια μεγάλα, μεγάλα και κουτά, που άνοιγε το στόμα του κι έλεγε σ' ότι λογής κουβέντα, ολοένα ένα α!.... Ένας κοντόχοντρος Κραβαρίτης λεβέντης όλος νεύρα, αίμα, και μάτια, κόκκινος, που βρωμούσε γαλατίλας από το μουστάκι του, που μόλις ίδρωνε, ως τα ξεθωριασμένα τσαρούχια του, κι ένας άλλος κοινός στρατιωτάκης που δεν έλεε τίποτε.
Αφτού χυλό η θεόμορφη γυναίκα ανακατέβει από κρασί Πραμνιώτικο, και μέσα γιδοτύρι ξύνει με τρίφτη χάλκινο και πασπαλά άσπρο αλέβρι. 640 Και το χυλό άμα τοίμασε, τους είπε «ελάτε πιέστε.» Κι' αφτοί ήπιαν, κι' η πολύστεγνη σαν κόπηκέ τους δίψα κι' η ώρα διάβαινε ήσυχα με λόγια και κουβέντα, να! το κατώφλι ο Πάτροκλος πατάει, θεόμιος άντρας.
Μισοκαίριασα, μάννα μ'! Της απολογήθηκε ο Γιάννης. Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα.
Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.
Θα σας φέρουν απόδειξη κάτι λέξες σαν κρεββάτι, καφές, σπίτι, αρματώνω, κουβέντα και μερικά τέτοια· λέω μερικά, γιατί πολλά δεν είναι· όσοι μιλούνε για ξενισμούς, δεν τους μέτρησαν ποτές και δεν έκαμαν κατάλογο μεθοδικό, να βάλουνε μέσα όλους τους ξενισμούς, μόλον ότι θα είταν, πιστέβω, ένα τέτοιο έργο πιο χρήσιμο πράμα παρά να κάθεται κανείς να λέη πάντα τα ίδια και να κατηγορή τη δυστυχισμένη μας τη γλώσσα που δε φταίει.
Και η γριά, ευχαριστημένη που έμαθε ότι το παλικάρι ένα βράδυ στο πανηγύρι είπε: «θα την παντρευτώ», έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Έφις έμεινε μόνος απέναντι στο κόκκινο φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό ανάμεσα στους γκρίζους ατμούς του απόβραδου, αλλά ήταν ανήσυχος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν