United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες φωνάζει ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη 110 «Τρώες λιοντόκαρδοι, κι' εσείς κοσμάκουστοι συμμάχοι, άντρες φανείτε, βρε παιδιά, και την παλικαριά σας μην ξαστοχάτε, όσο που εγώ να τρέξω ως μες στη χώρα να πω στους γεροπροεστούς και στα γλυκά μας τέρια να τάξουν των θεών σφαχτά και προσεφκές να κάνουν115 Είπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα.

Ν' αποκλείση πάσα θύρα. Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας αναβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Δυο απέδω, δυο απέκει Τα ποδάρια του κρατάει· Μουλυχτά παραφυλάει· Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη. Το κεφάλι να κρεμάη.

Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.

Τότε τα ψηλά δένδρα τον λυπηθήκανε, μετανόησαν που τον είχαν προδώσει με το βουητό τους, και το ψηλό το κυπαρίσσι, που άγγιζε με την κορφή του το φεγγάρι, τούγνεψε από ψηλά και του είπε: — Σαν θέλης να ξανάβρης την αγάπη σου, βάλε ατσάλι στην καρδιά και σίδερο στα πόδια και τράβα το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Το βασιλόπουλο αναστέναξε.

Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά.

Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.

Και αμέσως φούσκες πρασινόγλαυκες επήδησαν απάνω, μια κατόπιν της άλλης γοργότατα, λέγεις και νύφη κάτω έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί εψήλωσε σαν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, με συντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα ως την κορφή κεφαλόβρυσου πήδακας. Μα ο πατέρας σου αδιάφορος, εστάθηκε στον πάτο σαν να εμπήκε σπίτι του. Εγύρισε τα μάτια ζερβόδεξα και εναγάλλιασε.

Τότες οι πιστικοί οι καλοί, που γύρω εκεί σταλίζουν, Δείχναν με τες αγκλίτσες τους και τα στραβορράβδια Σε βράχου απάνου, σε γκρεμού κορφή και σε ραχούλα Μικρό σταχτόφτερο πουλί και λένε: — &Ω ψωμοπάτης&— Λεβέντες αρματώνονται να παν ν' αρπάξουν κόρην, Κόρην για τον σταυράδερφο τον μπράτιμο το Θύμιο.

Κι' είδε η θεά οχ τον Έλυμπο, η χρυσοθρόνα η Ήρα, απ' τ' ακροβούνι πούστεκε, και να! ξανοίγει κάτου τον αδερφό κι' αντράδερφο, στη δοξοδότρα μάχη 155 που πηγαινόρχουνταν γοργός και χάρηκε η καρδιά της· κι' είδε το Δία στην κορφή της ρεματούσας Ίδας ψηλά ψηλά που κάθουνταν, και μισητός της ήρθε.

Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορας πηδά οχ τ' αμάξι χάμου, 755 και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους, σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι, σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι· έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι, ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια, 760 διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.