Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .
Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω; Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια; ..................................................... Απάνου από το μνήμα μου στήσετε ένα σταλίκι Περίψηλο σαν έλατο, και 'ς την κορφή κρεμάστε Την πλιο τρανή καρδάρα μου, να δείχνη ποιου είνε μνήμα, Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια, Έρμην μη την αφήκετε, μονάχην 'ς τα λιβάδια, Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.
Ορίστε οι οχτώ ή δέκα σωλήνες των μαύρων καπνοδόχων που ανεβαίνουνε στην κορφή. Είναι το περιστύλιο του ναού. Τα δοχεία, κατσαρόλες, ταψιά, κουβάδες, μηχανή για το καθάρισμα της πατάτας, αποτελούνε τα τείχη του ναού. Και οι χοντρές καραβάνες είναι οι προσκυνητές. Σ' ευσεβική γραμμή και μ' αριθμούς από κιμωλία στη ράχη 1, 2, 3, 4.... πάνω από τα 80.
Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.
Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη· ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν, λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν. Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά, και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.
Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;
Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις ατάραχα τα πράσινα κλαδιά, απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά. Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο στου ποταμού την άκρη, σοβαρό, από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.
Έπειτα γύρωθε κρεμάει στους ώμους του τη σπάθα, μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα. 335 Κι' έβαλε στο λεβέντικο κεφάλι τη φαντούσσα περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε τ' αντριωμένο κοντάρι που του πάγαινε στη χούφτα του. Παρόμια, φορούσε κι' ο παλικαράς Μενέλας τ' άρματά του.
Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.
— Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν