Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Διά τούτο έσπευδαν να τα βοσκήσουν και να τα κλείσουν κατά τας θερμάς ώρας εις τις βουκολιές, είδος μεγάλων μανδρών σκιαζομένων υπό πλατάνων. Ο Αστρονόμος εθέριζεν εις έν από τα λιβάδια· διακόψας δε την εργασίαν του και παρατηρών την ομίχλην, εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζον, ευρισκόμενον εις γειτονικόν αγρόν: — Βλάβος θα πέση. Αρρώστεια και για τσ' ανθρώπους και για τα κηπικά.

Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυοτρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα. — Ηύρα κρασί! τους εφώναξε. Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' έναΟξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του. Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα. — Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα; Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε.

Και να σας ειπώ το κατωρθώσατε· του είπε με πικρό χαμόγελο ο Γκενεβέζος. — Αλήθεια! εφώναξε ολόχαρος εκείνος· ω! με κολοκεύετε, με κολακεύετε πολύ... ευχαριστώ! Κανείς όμως από τους τόσους ακροατές δεν μπόρεσε να καταλάβη τα λόγια του. Εκείνο το «ευχαριστώ» ήταν τάχα για τα συλλυπητήρια ή για τα συγχαρητήριά τους;

Αλλ' ήδη εισήρχοντο εις το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κ' εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν: — Ακούς, σύντεκνε Νικολή, είντα διαλαλιούνε;

Όταν ο Τρυγητής επρότεινε, τον οίνον, τον οποίον χύνουν προς τιμήν του οι κτηματίαι, να τον βάλουν εις ένα βαρέλι, να περάσουν τον χειμώνα, ο Μάρτης, πλήρης χαράς, έρριψε την εκ δέρματος κριού σκούφιαν του εις τον αέρα κ' εφώναξε θριαμβευτικώς: — Ωραία! ο Μάρτης πεντεδείλινος· και πάλι δειλινό είνε· αφού είν' έτσι, μεγαλόνω κ' εγώ της μέρες μου.

Τότε ο βασιλεύς, που ήτον εκεί σκεπασμένος, με μίαν επιτηδείαν υπόκρισιν εσχημάτισε την φωνήν του αράπη, και της λέγει· «Δεν ευρίσκεται δύναμις και εξουσία, παρά εις τον ουρανόν». Εις τοιούτους λόγους η μάγισσα μη όντας συνηθισμένη, εφώναξε μεγαλοφώνως από την χαράν της, και λέγει του· είσαι συ, ω φως μου και παρηγορία μου, που μου ομιλείς, ή με απατά η ακοή μου; Λέγει της ο βασιλεύς με την ιδίαν πλαστήν φωνήν· συ δεν είσαι αξία διά να σου ομιλήσω, διότι από ιδικήν σου αιτίαν εγώ ευρίσκομαι αθεράπευτος τόσον καιρόν, εάν δεν ετυραννούσες τόσον τον άνδρα σου, που από τας θλιβεράς του φωνάς δεν δύναμαι να κοιμηθώ ούτε ημέραν ούτε νύκτα· και αν συ τον ελευθέρωνες από την μαγικήν ενέργειαν, που τον εμεταμόρφωσες εις μάρμαρον, εγώ έως τώρα είχα θεραπευθή και είχα αναλάβει την ομιλίαν μου.

Άπλωναν και τα βρώμια τσάβαλά τους στο προάβλιο, καθελογήτικα κουρέλια που εδίπλωναν τ' αρρωστημένα μέλη τους, να μην τους τρώνε τα σκουλήκια από ζωντανούς. Ο Βλαχογιώργος εφώναξε πέντε έξη άντρες απόξω από τη φρουρά και άρχισε την επιθεώρηση. Έπιαναν τα παλιόσκουτα από σωρό σε σωρό οι φαντάροι και τανακάτωναν. Τα ετίναζαν πέρα δώθε, τα εξετύλιγαν μην είχαν μαχαίρια διπλωμένα μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν