United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν από τας πολλάς, περιπατώντας εξεμάκρυνα από τας καλύβας εκείνων, και ένας γέρων από εκείνους, βλέποντάς με εκεί με εφώναξε και με εφοβέρισε διά να γυρίσω. Εγώ προσποιούμενος ότι θα γυρίσω, εκρύφθην εις ένα δάσος, και αποκεί φεύγοντας από δάσος εις δάσος επεριπάτησα δέκα ημέρας χωρίς να ιδώ άνθρωπον, τρεφόμενος εις τα δάση από τους καρπούς των φοινίκων.

Ωχ, αδερφέ! εφώναξε, για το φίδι κάνεις έτσι; Και λαμβάνων από της γης τον σάκκον, όστις είχε πέσει των χειρών του κατά την ώραν της ταραχής και από τινος γωνίας το μαστίγιόν του, διηυθύνθη προς την θύραν υποψιθυρίζων: — Μην ήσαι κουτή, καϋμένη!. . πήγαινε κ' εγώ θα γυρίσω γρήγορα. Χωρίς δε να προσθέση τι πλέον, ανέβη επί του κάρρου και μαστίσας τον ίππον του απήλθεν.

Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου! — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος. — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!... Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα χέρι το δοιάκι.

Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι.

Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν. Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν ήμουν ασχημόπαπον! Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία εξοχική.

Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ' εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την περικεφαλαία. — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!... Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε απόφασι.

Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Δοναλβαίν. ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του. Ω θέαμα φρικτόν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ανοησίαι, να λέγης: θέαμα φρικτόν! ΜΑΚΒΕΘτον ύπνον του ο ένας εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν» κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω, κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί

Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια! — Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά. Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια, εβύζαινον. Δόξα σοι ο θεός! Αι κατσίκες πρότινων ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσικών πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κ' εφώναξε: — Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!. . . .·

Άκουσ' η Αλκμήνη την κραυγή κ' εφώναξε κ' εκείνη: «Σήκω, Αμφιτρύων εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος· »σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσης. »Σήκω και βιάσου· δεν ακούς πως κράζει ο Ιφικλής μας; »ή μη δε βλέπεις πως ενώ νύκτα βαθειά είν' ακόμα »οι τοίχοι γύρω φέγγουνε σαν νάχη ξημερώσει; »Άντρα μου, μέσ' στο σπίτι μας κάτι κακό θα τρέχη».

Μα τον Προφήτην εφώναξε, κάποιος σου έδωσε να καταλάβης ένα ψεύμα επειδή και σε βεβαιώνω, ω αυθέντη, ότι η θυγατέρα μου είναι κρατημένη, κολοβή και ιδροπικιασμένη. Ας είναι, αντίκοψεν ο Κατής, εγώ την δέχομαι εις τούτην την μορφήν που είναι, επειδή και αγαπώ παρόμοιες κόρες! τοιαύτης λογής είναι η άρεσίς μου, και εσένα δεν πρέπει να σε μέλη δι' αυτό.