Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια. — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!... Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα.

Αγκάλιασα το λοιπόν την κυρά με αυθάδειαν, μα αντίς αυτή να μου ανταποκριθή εις τα χάιδια μου, εφώναξε μεγάλως και με οργήν με άμπωξε, και εν τω άμα βλέπω να φανερωθούν εκεί δέκα ή δώδεκα γυναίκες, οι οποίες έστεκαν κρυμμένες διά να ακούσουν τι ελέγαμεν.

Ο βεζύρης αφού και άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν.

Ποτέ δεν είχε τόσον θαυμάσει ο κόσμος φορέματα βασιλικά. Επί τέλους έν παιδί εφώναξε: Καλέ ο βασιλεύς είναι γυμνός! — Άκουσε τι λέγει το παιδί, είπεν ο πατέρας του. Και ο ένας ήρχισε να ψιθυρίζη εις τον άλλον τα λόγια του παιδιού. — Καλέ, ο βασιλεύς είναι γυμνός, είπαν όλοι τέλος πάντων.

Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

&1830, Τρυητή πρώτη&. Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διωρίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα. &1831, Άι-Ταξάρχη 18&, μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη.

Θελήσας να μιμηθή την παιγνιώδη ευστροφίαν και την ταχύτητα με την οποίαν ο Σμυρνιός έπλυνε τους ναργιλέδες, έσπασε δύο εκ των πέντε τους οποίους είχε το κατάστημα. Αλλ' ο Μπαρμπαρέζος, προλαμβάνων πάσαν τυχόν δυσοίωνον εξήγησιν, εφώναξε «γούρικαι εζήτησε νέον καφέν.

Όι, δεν επέρασε, μωρέ ταυλόπιστε, η γιανιτσαριά και θα το 'δης, είπεν ο Τούρκος απωθήσας με σφοδρότητα τον προεστόν. Οι Τούρκοι έβαλαν τα χέρια εις τους πασαλίδες· αλλ' εις την στιγμήν ώρμησαν κατ' αυτών διάφοροι νέοι. — Ο χορός να μη σκολάση! εφώναξε και ο Πατούχας και υψώσας ως ρόπαλον βαρείαν καθέκλαν ερρίφθη εις την συμπλοκήν. Η αντίστασις των Τούρκων διήρκεσε πολύ ολίγον.

Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και πώς και πού να διευθυνθούν. Το τι τρέχει δεν ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω. Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς. — Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετετο ποτάμι εκεί. Εμπρός!

Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση. — Νά ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν