Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Του γέροντος ο οποίος έμενεν εκεί ακόμη όρθιος με το καρυοφύλλι εις χείρας, την κεφαλήν κατωνεύουσαν, τεταπεινωμένος, συντετριμμένος και άλαλος. — Να, εδώ ένε! εφώναξε τις αίφνης, σπεύδων εις λόχμην καπνιζούσης χαμορίγανης. Και τω όντι ήτο εκεί η σφαίρα του καρυοφυλλίου, θερμή ακόμη, πεπλατυσμένη και παρέκει το χάρτινο πώμασμα ανέπεμπεν ολίγον κυανόφαιον καπνόν.

Ποιος μ' εφώναξε! . . . Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς. «— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»

Αλλά μετ' ολίγον, όταν επέστρεφαν από την εκκλησίαν οι χωρικοί και τους εκαλημέριζαν, ο μικρός Κλώσος έλεγε με τον νουν του: Τι να λέγουν οι χωρικοί όπου έχω πέντε άλογα και οργώνω. Και ενθουσιάσθη και εφώναξε πάλιν: «Οι, και τα πέντε μου!» — Να σου δείξω εγώ και τα πέντε σου, λέγει ο μεγάλος Κλώσος.

Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. και ωμίλισ' ο Αντίνοοςεκείνους μέσα, κ' είπε•

Και πότε θα κόψουμε, θεια, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε; — Όχι τώρα, γυιε μου, ταχιά. — Ταχιά τοταχύ; είπεν ο Γεώργης. — Ναι, γυιόκα μου.

Από ταύτα τα λόγια η μάγισσα πληρωθείσα από χαράν και καλάς ελπίδας, διά να ιδή τον αγαπητικόν της ολοκλήρως θεραπευμένον, εφώναξε μετά χαράς μεγάλης· ω ψυχή μου, ω φως μου, ω παρηγορία μου· ιδού τρέχοντας με κάθε σπουδήν και επιμέλειαν πηγαίνω να μεταμορφώσω όλα εις την πρώτην των φυσικήν κατάστασιν.

Δεν ερωτούσαν και την αδελφή του, που εκάτεχε καλλίτερα; Αυτός την στιγμήν εκείνην είχεν άλλην σοβαρωτέραν ασχολίαν· παρετήρει αγνώστους ανατομικάς λεπτομερείας επί του νηπίου, το οποίον εσφάδαζεν εις τας χείρας του ιερέως. Ο δε Μουστοβασίλης, εξοργισθείς επί τέλους, εφώναξε να τονομάσουν όπως θέλουν, αλλά να μη το σκάσουν το παιδί του.

Είμαι αληθώς εγκαρδίως ευτυχής! είπεν εκείνη. — Η γη δεν μου επιφυλάσσει περισσότερον! εφώναξε ο Ρούντυ. Και οι εσπερινοί κώδωνες ήχουν από τα όρη της Σαβοΐας, από τα όρη της Ελβετίας και προς την δύσιν υψούτο μέσα εις χρυσήν λάμψιν το βαθυκύανον όρος Ιούρας. — Ο Θεός να σου δώση το λαμπρότερον και κάλλιστον, είπεν η Μπαμπέττα, με γλυκύτητα και τρυφερότητα.

Ναι ήθελε τόρα ν' αποδείξη εις αυτόν τον ξιππασμένον και εις τους ανισχύρους χωρικούς των οποίων τόσον εύκολα εκλονίσθη η πίστις, ν' αποδείξη ότι ήτο βάσιμος ο ισχυρισμός του. — Μπρε, τα παραρρίχνουμε; εφώναξε μετά πάθους. — Άι κοιμήσου, γέρω μου, να ζήσης· απήντησε μετά τόνου οικτίρμονος ο ενωμοτάρχης· σαν και λες να βάλης να τρέξη το ξιφτέρι με τον μπούφοολούρμε; — Στάσου και να ιδής!. . .

«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν