United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς; σας είνε ολίγα; — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο.

Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέριτη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φοράτη ζωή μου.

Δε μου αρέσανε διόλου οι ιντερβιούδες όλες αφτές. Τι διάβολο! Πρέπει κανείς νάχη μέσα του και λίγη δύναμη, να δείχνη και κάποιο θαμασμό για κείνα που γράφουνε κ' οι άλλοι, όχι να βρίζη, να χτυπά, όπως έκαμαν τότες όλοι μας οι πεζογράφοι και ποιητάδες. Δε λέω πια τι είπανε και τι δεν είπανε για μένα, πως δεν ξέρω τη γλώσσα κτλ.

Το ίδιον δε συνέβη και με την δευτέραν ερώτησιν που σου έκαμαν, εάν μανθάνη κανείς εκείνα που γνωρίζει ή εκείνα που δεν γνωρίζει.

Κυρά μου, απεκρίθη ο Κουλούφ, ό,τι λογής παιδευτήριον ήθελαν να μου ετοιμάσουν, δεν θέλουν με αποξενώσει από την σταθερότητά μου, και δεν θέλουν κάμει περισσότερον απ' ότι σήμερον έκαμαν. Τέλος πάντων δεν ηξεύρω η τύχη μου αν θέλη να αποθάνω, ή να ζήσω διά εσένα, αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν ημπορεί να είνε γραμμένον εις τον Ουρανόν να σε υστερηθώ.

Απάνω στους λόφους βλέπεις σπίτια καμαρωμένα, και ξαπλώνουνται ίσια με κάτω στις κοιλάδες μυρωδιές και περβόλια. Η ενέργεια του αθρώπου φανερώνεται με χίλιους κόπους. Τι δεν έκαμαν και τι δε θα κάμουν; Αφτή η χώρα δε μοιάζει πια με τα πρώτα χωριά που είδαμε στο δρόμο μας. Εδώ είναι δήμοι πολλοί. Δεν έχουν έθιμα μόνο· έχουν και νόμους. Καλλιέργησαν κάθε τέχνη, έβγαλαν ποίηση κ' επιστήμη.

Αι ίδιαι παλαιαί σκληρότητές του, τον έκαμαν να καταστείλη την ορμήν του οίκτου, και να προσθέση εις τας παλαιάς σκληρότητάς του μίαν ασυγκρίτως στυγερωτέραν. Εγνώριζεν ότι σοβαρά παράπονα υπήρχον εκκρεμή κατ' αυτού.

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυατα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρόςτα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνάτο ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχειτην καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκείτην πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'πουτην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσετα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότιτην γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».

Ο αμαξάς μας εκάθησεν επί του εδωλίου του, επήρε τα ηνία και παρώτρυνε τα άλογα διά του συνήθου «νου, στο ΘεόΑυτά έκαμαν μίαν προς τα εμπρός κίνησιν, το έλκηθρον έτριξε δις, τρις και εκυλίσθη επί της απαλής χιόνος. Μετά δύο ώρας ο ήλιος ήτο υψηλά. Είνε εκτάκτως μαγευτική η θέα του χιονισμένου κάμπου υπό τας ηλιακάς ακτίνας και μόνον ότι κουράζει την όρασιν η ατελεύτητος εκείνη λευκότης.

Και τόρα σ' αφίνω εσένα, διά να σας ειπώ όσα περί του Έρωτος ήκουσα κάποτε παρά μιας γυναικός, της εκ Μαντινείας Διοτίμας, η οποία ήτον σοφή και εις τα ερωτικά και εις άλλα πολλά, και εις τους Αθηναίους δε κάποτε, κατώρθωσε, με τας θυσίας που έκαμαν απειλούμενοι υπό λοιμικής, ν' αναβάλη την νόσον επί δέκα έτη. Αυτή εδίδαξε κ' εμένα τα ερωτικά.