United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.

Οι δε εξάδελφοι και οι άλλοι συγγενείς είναι οικείοι εξ αιτίας τούτων. Δηλαδή διότι κατάγονται από τους ιδίους αδελφούς. Γίνονται δε στενώτεροι ή μακρινώτεροι όσον είναι πλησιέστερα ή μακρύτερα ο αρχηγός των. Είναι δε η μεν φιλία των τέκνων προς τους γονείς καθώς και των ανθρώπων προς τους θεούς, ωσάν απέναντι αγαθού και υπερόχου προσώπου. Διότι αυτοί τους έκαμαν τας μεγαλιτέρας ευεργεσίας.

Εγώ ονομάζομαι Δαρδανέ, και εγεννήθηκα εις την Δαμασκόν· ο πατέρας μου ήτον βεζύρης του βασιλέως που κατά το παρόν βασιλεύει, τον οποίον τον επωνόμαζαν Βεροούζ· αυτός εφθονήθη από εχθρούς, και έκαμαν τον βασιλέα και του εσήκωσε την αξίαν του, και ωσάν έμεινε χωρίς αξίαν, ετραβήχθη εις ένα σπήτι που είχε, και ησύχαζε.

Εις εκείνους οι οποίοι έκαμαν θεληματικάς παραχωρήσεις είναι φυσικόν να ενδίδη κανείς με πλειοτέραν ευχαρίστησιν, ενώ προς τους μεγαλαυχούντας ανθίσταται εναντίον του ορθού λόγου.

Άλλα έπλεον πόρρω προς βορράν, άλλα κατήρχοντο προς νότον, άλλα αρμένιζαν προς ανατολάς ή προς δυσμάς, τέμνοντα σταυροειδώς τας ολκούς, τας βαθείας ορατάς αύλακας, τας οποίας άφηναν όπισθέν των τα πρώτα. Είτα πολλά ρεύματα διαχαράσσοντα το πέλαγος, από τα οποία εφαίνετο η θάλασσα ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη. Έβλεπεν, εωσότου τα μάτια της «έκαμαν γυαλιά» να βλέπη.

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Όχι, εάν ούτοι δικάσουν ορθώς· αλλά προ πάντων ένεκα τούτων των αδικιών θέλετε τιμωρηθή. 67. » Και ταύτα, ω Λακεδαιμόνιοι, διά τον λόγον αυτόν διεξήλθομεν διά σας και δι' ημάς, ίνα σεις μεν εννοήσετε ότι δικαίως θέλετε καταδικάσει αυτούς, ημείς δε, ότι ακόμη δικαιοτέραν εκδίκησιν θέλομεν λάβει από σας. Μη καμφθήτε εκ της απαριθμήσεως των πολλών ανδραγαθιών των, εάν έκαμάν ποτε τοιαύτας.

« Φρόσω · καλλίτερα » Νάχες πεθάνει, » Και να μην έβγαινες » Μεςτο σεργιάνι.» « Τα τόσα κάλλη σου Κι' η ωμορφιά σου » Σ' έκαμαν κι' άφησες » Και τα παιδιά σου.» « Αυτή, φροσύνη μου, » Η ωμορφιά σου, » Σ' έφαγε, χάλασες » Την παρθενιά σου.» « Τι σου χρειάζετο, » Φρόσω καϋμένη, » Συ του Μουχτάρ-πασσά » Νάσαι ερωμένη

Μα γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι.

Δεν υπέθαλψα τα αισθήματά της; Δεν εγοητεύθηκα εγώ εκ των αληθεστάτων εκφράσεων της φύσεως, που τόσες φορές, μας έκαμαν να γελώμεν, όσον ολίγον γελοίαι και αν ήσαν; Δεν — ω, τι είναι ο άνθρωπος ώστε να παραπονήται διά τον εαυτόν του!